Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Οι αριστερόστροφες πολιτικές δυνάμεις

του Σαράντου Λέκκα
οικονομολόγου
Επί σειρά δεκαετιών η αριστερή διανόηση προσπαθούσε να πείσει την ελληνική κοινωνία ότι οτιδήποτε εκπορεύεται  από την αριστερά είναι κοινωνικά δίκαιο, κοινωνικά ευαίσθητο, περιβαλλοντολογικά προσεγμένο και πολιτικά άρτιο.
Τα εκλογικά ποσοστά μέχρι και την διπλή εκλογική αναμέτρηση του 2012 ήταν τέτοια που τα ωραία λόγια δεν μπορούσαν εκ των πραγμάτων να κριθούν σε επίπεδο διακυβέρνησης.
Ο έλληνας ψηφοφόρος δεν πίστευε στις ουτοπικές διακηρύξεις της αριστεράς και μέχρι το 2012 τις είχε θέσει στο περιθώριο της πολιτικής ζωής. Η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ και η απορρύθμιση του διπολικού πολιτικού σκηνικού έφερε προ των πυλών της εξουσίας αριστερόστροφες πολιτικές δυνάμεις.
Τότε, το μεν  ΚΚΕ ξεκαθάρισε την θέση του, ότι  η συμμέτοχη στη διακυβέρνηση της χώρας δεν είναι στις προτεραιότητες του και αυτο-τοποθετήθηκε στις αιώνιες αντιπολιτευτικές δυνάμεις, ο δε ΣΥΡΙΖΑ έχοντας προσελκύσει ότι κρατικίστικο και παρασιτικό αντιπροσώπευε το ΠΑΣΟΚ πήρε την θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η ΔΗΜΑΡ αντίθετα με πλαίσιο το  ρητορικό νεφέλωμα  της υπευθυνότητας, της κοινωνικής ευαισθησίας , του κράτους δικαίου, της αριστερής συμμετοχής στην διακυβέρνηση μπήκε στην κυβέρνηση ανοίγοντας την φιλολογία για το αριστερό άλλοθι των μνημονιακών δυνάμεων.
Η κυβερνητική της αντοχή σύντομη , μόλις ένα χρόνο , όμως χρονικό διάστημα αρκετό για να εξαχθούν πολιτικά συμπεράσματα για το τρόπο σκέψης όλων αυτών που ομιλούν για την εναλλακτική διακυβερνητική επιλογή.
Οι αριστερόστροφες πολιτικές δυνάμεις έχουν συμβιβαστεί με τις βαρύγδουπες και λαϊκίστικες  πολιτικές προσεγγίσεις.
Είναι οι ‘καλοί’ του πολιτικού συστήματος, είναι αυτοί που βρίσκονται πάντα ‘δίπλα’ στον εργαζόμενο, που ‘κλείνουν το μάτι’ στο συνδικαλιστή όταν αυτός στα πλαίσια της δύσοσμης κουλτούρας που δημιούργησε το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να δικαιολογήσει τον κοπανατζή , να ρίξει στα ‘μαλακά’ τον επίορκο και ποινικά κολάσιμο πολλές φορές εγκαλούμενο συνάδελφο του.
Είναι αυτοί που έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα της κριτικής , της απόλυτης γνώσης, της ασυμβίβαστης θεώρησης της πραγματικότητας. Είναι αυτοί που ποντάρουν στα κατώτερα ένστικτα των απλών πολιτών , εξωραΐζοντας ακτιβιστικές και στα όρια της νομιμότητας ενέργειες.
Είναι αυτοί που σιωπούν όταν όμοροι πολιτικοί τους χώροι προσλαμβάνουν τα δικά τους παιδιά στον δημόσιο τομέα. Είναι αυτοί που θεωρούν ότι η στρέβλωση της ιστορίας και της εθνικής κληρονομιάς αποτελεί είδος πολιτικής μαγκιάς και αποδοχής.
Είναι  αυτοί που θεωρούν την ευθύνη αστική προκατάληψη , την παραγωγικότητα εθνική μειοδοσία , την ιεραρχία άχρηστη δομή , το εθνικό συμφέρον εθνικιστική παρόρμηση  και την πειθαρχία ανελεύθερο κατασκεύασμα.
Όταν όμως έρχεται η ώρα της πραγματικής ευθύνης , της πραγματικής κοινωνικής ευαισθησίας  με τη συμμέτοχη στη διακυβέρνηση της χώρας , όπως με την περίπτωση  της ΔΗΜΑΡ ,τότε αποκαλύπτεται ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο αρτηριοσκληρωτικό  , πιο ανελεύθερο, πιο υποκριτικό  , πιο καταστροφικό, πιο ανάλγητο  , πιο αντιπαραγωγικό, πιο παρασιτικό, από την αριστερή προσέγγιση της πραγματικότητας.
Όλοι όμως αυτοί ξεχνούν ότι η ελληνική κοινωνία επιζητά χρήσιμους, αποτελεσματικούς και πραγματικά κοινωνικά ευαίσθητους πολιτικούς.
Δεν θέλει πολιτικούς που αρέσκονται σε λεκτικούς εξωραϊσμούς, δεν θέλει δημαγωγούς, δεν θέλει την ακατάσχετη πολυλογία της αριστερής κουλτούρας. Κουράστηκε από τους θαυματοποιούς, αηδίασε από αυτούς που επιζητούν την άνετη θέση της χωρίς ευθύνης αντιπολίτευσης.

    Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

    Οικονομικά Κινήματα – Κομήτες

    του Σαράντου Λέκκα
    οικονομολόγου
    Υπάρχουν λέξεις που χαρακτηρίζουν μια δραστηριότητα, μια πρωτοβουλία  και οι οποίες συγκινούν τη κοινωνία όταν η τελευταία βιώνει λόγω συγκεκριμένων συγκυριών δύσκολες καταστάσεις.
    Λέξεις όπως αλληλεγγύη, κοινωνική ευαισθησία, αλτρουισμός, αλληλοβοήθεια , πάταξη αισχροκέρδειας, παραμερισμός μεσαζόντων, αλληλοϋποστήριξη,  έχουν βαθύ νόημα και η χρησιμοποίηση τους σίγουρα στέλνει  ισχυρά μηνύματα  όταν συνδυάζεται με μην κατάλληλη προπαγάνδα και κυρίως με την κατάλληλη επικοινωνιακή καταιγίδα.
    Όταν μια κοινωνία έχει γαλουχηθεί επί σειρά δεκαετιών με λαϊκίστικες δοξασίες, όταν οι δημαγωγοί έχουν επιβραβευτεί επανειλημμένα παρά τα δεινά που έχουν δημιουργήσει στην χώρα με αποκορύφωμα το έγκλημα της δημιουργίας του τεράστιου δημοσίου χρέους τότε είναι απόλυτα φυσικό κινήματα να προβάλλουν τις θέσεις τους και να επιβάλουν για ένα χρονικό διαστήματα τα συμφέροντα τους.
    Κινήματα που μετατρέπουν την ανάγκη σε φιλότιμο ή για να είμαστε ακριβείς τα συμφέροντα τους σε κοινωνική ευαισθησία. Το κίνημα της πατάτας είναι ενδεικτικό όλων αυτών που προαναφέραμε.
    Επικοινωνιακά είχε κατακλύσει όλη την χώρα, όμως όπως εμφανίστηκε έτσι και χάθηκε από την επικαιρότητα.
    Κίνημα –κομήτης
    Κίνημα που έδειξε ότι ανάλογου τύπου πρωτοβουλίες   δεν είναι ούτε τόσο αυθόρμητες ούτε τόσο ανιδιοτελής.
    Που  εξανεμίστηκε  η δυναμική του; που πήγαν οι ρητορείες των εκφραστών του; Γιατί φέτος που η τιμή της πατάτας έχει αυξηθεί κατά 28 % σε   σχέση με πέρσι και σε πολλά σημεία πώλησης έχει ξεπεράσει το ένα ευρώ το κίνημα της πατάτας δεν εκφράζεται για να προστατεύσει τον καταναλωτή;
    Με βάση τα στοιχεία Μαρτίου 2013 η νωπή πατάτα έχει αυξηθεί σε ετήσια βάση κατά 27,9% την ώρα που ο πληθωρισμός υποχώρησε στο -0,2 % δηλαδή σε επίπεδα αποπληθωρισμού που είχαν να εμφανισθούν από τον Μάιο του 1968.
    Παρά το γεγονός ότι η αύξηση της πατάτας υποεκτιμάται στη στάθμιση του δείκτη τιμών καταναλωτή αφού η επίπτωση του περιορίζεται στο 0,08 όταν για παράδειγμα η μείωση της τιμής των αυτοκίνητων κατά 5,3% ελαφρύνει το τιμάριθμο κατά 0,20 της μονάδος, εν τούτοις η ανοδική της πορεία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανένα.
    Η αύξηση της τιμής της πατάτας είναι η μεγαλύτερη από κάθε άλλο είδος πρώτης ανάγκης τον τελευταίο χρόνο.
    Και όμως αυτή την ώρα το κίνημα της πατάτας έχει εξαφανιστεί από την ζώσα πραγματικότητα. Εξαϋλώθηκε βορά στα συμφέροντα εκείνων που βρήκαν την ευκαιρία να κερδοσκοπήσουν.
    Η κυβερνητική τάση ενίσχυσης του εισοδήματος των παραγωγών , οι μικρότερες εισαγωγές, η μείωση των αποθεμάτων και η αύξηση της ζήτησης ως προϊόν των οικονομικών δυσκολιών έχουν εκτοξεύσει την τιμή.
    Στη βάση των παραπάνω η αλληλεγγύη ξεχάστηκε ,η κοινωνική ευαισθησία και ο αλτρουισμός παρακάμφθηκαν , η αισχροκέρδεια  και οι μεσάζοντες καλύφθηκαν και η πεπατημένη των προηγούμενων ετών συνεχίστηκε με την παρένθεση του κινήματος της πατάτας να υποδηλώνει προς όλες τις κατευθύνσεις ότι όταν απουσιάζουν οι λόγοι μιας αναγκαιότητας τότε η ιδιοτέλεια κυριαρχεί κάθε κοινωνικής προσέγγισης.
    Το εντυπωσιακό είναι η αμφίδρομη σχέση της αυτοδιοίκησης με το κίνημα. Το κίνημα της πατάτας χρησιμοποίησε την τοπική αυτοδιοίκηση αλλά και χρησιμοποιήθηκε από αυτή.
    Ήθελε ένα φορέα με οντότητα στις τοπικές κοινωνίες για να περιβάλει την όλη διαδικασία με την κατάλληλη αίγλη αλλά και οι τοπικοί άρχοντες νόμιζαν ότι η ανυπαρξία έργου θα αντισταθμίζονταν με τις μειωμένες τιμές.
    Και οι δυο έχασαν
    Η εξαφάνιση του κινήματος έδειξε ότι η εμπιστοσύνη σε μια διαδικασία δεν πρέπει να στηρίζεται μόνο στο «φαίνεσθαι». Τα κίνητρα ορισμένων πρωτοβουλιών πρέπει να ελέγχονται  ειδικά όταν ενδύονται το μανδύα της κοινωνικής ευαισθησίας.
    Η πτώση των τιμών και η ομαλή  διακίνηση των προϊόντων νωπών και μη δεν είναι θέμα κινημάτων. Είναι θέμα την πολιτείας η οποία πρέπει να διαμορφώνει πλαίσια δραστηριοποίησης, ελέγχου, αναβάθμισης της ποιότητας των προϊόντων, ομαλής διακίνησης, ορθολογικής παραγωγής και κυρίως έγκαιρης επέμβασης σε περιόδους που ο βασικός νόμος της προσφοράς με την ζήτηση παρουσιάζει στρεβλώσεις.
    Όσοι εμπιστεύτηκαν για μια ακόμη φορά τις λαϊκίστικες σειρήνες θα πρέπει να καταλάβουν επιτέλους  ότι η κοινωνική ευαισθησία ακόμη και όταν εκφράζεται με τις καλλίτερες προϋποθέσεις ποτέ δεν έλυσε και δεν ποτέ πρόκειται να λύσει το πρόβλημα των τιμών.

      Πώς προάγεται η οικονομική λεβεντιά

      του Σαράντου Λέκκα
      οικονομολόγου
      Τα αισθήματα αδικίας, καταπίεσης, αγανάκτησης που νιώθουν δικαιολογημένα όλοι οι Έλληνες συνέπεια της μνημονιακής κατάστασης που βιώνουν βρίσκουν  όπως έδειξε η περίπτωση της Κύπρου διεξόδους σε καθετί που εκπέμπει  διάθεση αντίστασης και αγωνιστικής συμπεριφοράς.
      Το αρχικό όχι των Κυπριών υιοθετήθηκε από πολλούς ως μια παλικαρίσια στάση έναντι των προθέσεων επιβολής τετελεσμένων πρακτικών. Ο μέσος έλληνας επιζητούσε ένα όχι προς την τρόικα , ένα όχι βροντερό και άμεσο.
      Όμως η περίπτωση της Κύπρου έδειξε ότι το όχι προϋποθέτει πραγματική λεβεντιά και όχι κάλπικη. Εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι η συζήτηση για κόψιμο των καταθέσεων ήταν γνωστή στην προηγούμενη κυπριακή ηγεσία πολλούς μήνες πριν. Εκ των υστέρων διαπιστώθηκε ότι ο απομηχανής θεός που άκουγε στο όνομα Ρώσος ή Κινέζος διασώστης ήταν μόνο στην σφαίρα της φαντασίας των Κυπρίων.
      Εκ των υστέρων αποκαλύφθηκε ότι ακόμη και την ώρα της κατάρρευσης ο Κύπριος Πρόεδρος επεδίωκε την όσο το δυνατόν μικρότερη επιβάρυνση των μεγαλοκαταθετών  ρίχνοντας στην πυρά τους μικρούς, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να διατηρήσει ανέπαφο τον πιστωτικό του παράδεισο.
      Εκ των υστέρων αποκαλύφθηκε ότι δεν υπήρχε σχέδιο και ότι όλα στηρίζονταν σε εικασίες.
      Όσο και εάν θέλουμε να ορθώσουμε το ανάστημα μας, όσο και εάν θέλουμε να προτάξουμε την αγανάκτηση μας ως τελευταίο αποκούμπι μιας φθίνουσας πορείας, όσο και εάν θέλουμε να βροντοφωνάξουμε ότι πέρα από τους αριθμούς υπάρχουν και άνθρωποι, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να χάσουμε και την αξιοπρέπεια μας οδηγούμενοι σε λάθος συμπεράσματα από λάθος ανθρώπους.
      Το αρχικό όχι των κυπρίων δεν ήταν τίποτα άλλο από ανάλογη στάση ανθρώπου που δεν γνωρίζει τις δυνατότητες του και γελοιοποιείται .
      Δυστυχώς παρότι μας πονά,  η λεβεντιά δεν έχει σχέση με το όχι τύπου Κύπρου και με τα όχι τύπου ελλήνων αντιμνημονιακών του γλυκού νερού και της αμαθείας.
      Η λεβεντιά επιδεικνύεται από τη σωστή  επιλογή πολιτικών  και όχι από την επιλογή δημαγωγών που χαϊδεύουν τα αυτιά και οδηγούν τους λαούς τους στην ταπείνωση.
      Η λεβεντιά επιδεικνύεται από την υπευθυνότητα και την αξιοπιστία χώρας και ηγετών.
      Λεβεντιά είναι να μην δημιουργούμε ελλείμματα και χρέη ,να μην δανειζόμαστε χωρίς όριο. Λεβεντιά είναι να έχουμε ανταγωνιστική οικονομία.
      Λεβεντιά είναι να ενισχύουμε την εξωστρέφεια των παραγωγών μας και να  διεκδικούμε μεγαλύτερα κομμάτια στις διεθνείς αγορές.
      Λεβεντιά είναι να μην φοροδιαφεύγουμε, να καλύπτουμε τις υποχρεώσεις μας και να μην ξεπερνούμε τις δυνατότητες αποπληρωμής των υποχρεώσεων μας. Λεβεντιά είναι να έχουμε εθνική στρατηγική για το είδος της οικονομίας που επιζητούμε και για την σχέση κράτους – ιδιωτών.
      Λεβεντιά είναι  να προσελκύουμε επενδυτές και να αυξάνουμε την απασχόληση. Λεβεντιά είναι να μην δανειζόμαστε για την κάλυψη καταναλωτικών δαπανών.
      Λεβεντιά είναι να έχουμε νοσοκομεία, σχολεία, πανεπιστήμια ,κοινωνικά ιδρύματα με ευρωπαϊκές προδιαγραφές. Λεβεντιά είναι να παρέχουμε στις αδύναμες κοινωνικές ομάδες αξιοπρεπή διαβίωση.
      Λεβεντιά  είναι να μετατρέπουμε τα γεωγραφικά πλεονέκτημα σε υπόβαθρα ανάπτυξης και ευημερίας. Λεβεντιά είναι να έχουμε υγιή ασφαλιστικά ταμεία και ισχυρό σύστημα πρόνοιας. Λεβεντιά είναι να προστατεύουμε το ιερό δικαίωμα της ιδιοκτησίας, κινητής και ακίνητης. Λεβεντιά είναι να υπάρχει κοινωνική ειρήνη μεταξύ των παραγωγικών φορέων και να αντιμετωπίζουμε τον εργαζόμενο ως το σημαντικό γρανάζι της παραγωγικής διαδικασίας.
      Λεβεντιά είναι να μειώνουμε όσο το δυνατόν μπορούμε την αβεβαιότητα που εκ των πραγμάτων υπάρχει στην οικονομική δραστηριότητα και όχι να την αυξάνουμε με εικασίες τύπου κουρέματος καταθέσεων.
      Αυτή είναι η λεβεντιά, αυτή είναι η πραγματικά υπεύθυνη στάση. Τα επικοινωνιακά όχι προσφέρουν μόνο πρόσκαιρο εντυπωσιασμό ενώ καταληκτικά οδηγούν σε χειρότερα επίπεδα διαπραγμάτευσης.
      Αυτή την λεβεντιά πρέπει να επιβραβεύουμε και να επιζητούμε. Τα υπόλοιπα είναι προϊόντα καιροσκοπισμού και λαϊκίστικων προσεγγίσεων.
      Ως χώρα πληρώνουμε ανάλογου τύπου  προσεγγίσεις. Αυτές πρέπει  να αποτινάξουμε ως νοοτροπία και ως τρόπο ζωής.

        Αιτιώδη συνάφεια νομισματικών πρακτικών

        του Σαράντου Λέκκα
        Οικονομολόγου
        Κατά την τρέχουσα συγκυρία τέσσερα είναι  τα βασικά προβλήματα της Ευρωζώνης.
        Καταρχήν η ύφεση, η δεύτερη από την έναρξη της κρίσης, η εκτόξευση της ανεργίας, τα υψηλά χρέη του νότιου τμήματος και φυσικά η αποσταθεροποίηση-νευρικότητα του τραπεζικού συστήματος. Όλα αυτά τα προβλήματα είναι απότοκος της μεγαλύτερης από το 1930 χρηματοπιστωτικής κρίσης.
        Όλα αυτά τα προβλήματα επιζητούν λύση μέσα σε ένα αρκετά πολύπλοκο περιβάλλον όπου πέρα της δυσμενούς συγκυρίας η έλλειψη αλληλεγγύης και πολιτικού αλτρουισμού διογκώνουν το βαθμό δυσκολίας.
        Θα αναφέρουμε απλά το παράδειγμα με το κούρεμα των καταθέσεων.
        Η πολιτική που εφαρμόστηκε στην Κύπρο έχει αυξήσει τον βαθμό αβεβαιότητας σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, ακόμη και στις χώρες που δεν έχουν προβλήματα χρέους.
        Η νευρικότητα στους κόλπους των καταθέτων –αποταμιευτών –επενδυτών είναι έκδηλη και οι σκέψεις σταδιακά μορφοποιούνται σε κινήσεις τακτικής κάτι που φαίνεται από την ζήτηση νομισμάτων εκτός ευρώ όπως για τη Σουηδική και την Νορβηγική Κορώνα. Φυσικά το ευρώ ως αποταμιευτικό νόμισμα δεν μπορεί να πληγεί από οριακές μετακινήσεις.
        Πολλοί ισχυρίζονται ότι το έξυπνο χρήμα θα βρει διεξόδους, το ερώτημα είναι εάν και η ευρωπαϊκή οικονομία θα έχει ανάλογη προνοητικότητα μέσω συγκεκριμένων δράσεων που θα τις επιτρέψουν να ξεφύγει από το σημερινό τέλμα.
        Η πορεία των πραγμάτων είναι τέτοια που η αισιοδοξία δεν βρίσκει  πεδίο αναφοράς μιας και τα φαινόμενα ύφεσης και αποπληθωρισμού αναμένεται  να συνεχιστούν επί μακρόν αυξάνοντας τους δείκτες της ανεργίας και των επισφαλειών στα πιστωτικά ιδρύματα. Αυτά τα φαινόμενα δεν έχουν μόνο εσωτερικούς προωθητές αλλά κυρίως εξωτερικούς. Πλέον η διόγκωση των προβλημάτων θα προκαλείται από εξωτερικούς παράγοντες.
        Οι κεντρικές τράπεζες των ανταγωνιστικών προς το ευρώ νομισμάτων , δηλαδή αυτές της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ με στόχο η μεν πρώτη την αύξηση του πληθωρισμού στο 2% και η μεν δεύτερη την μείωση της ανεργίας στο 6,5% έχουν χαλαρώσει πλήρως την νομισματική τους πολιτική.
        Η Ιαπωνία θέλοντας να βγει από τον αποπληθωρισμό της τελευταίας 15ετιας προχωρά στο μεγαλύτερο ιστορικά πρόγραμμα αγοράς ομολόγων ενώ η κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ συνεχίζει τον τρίτο κύκλο της ποσοτικής χαλάρωσης με την αγορά ομολόγων και τιτλοποιημένων στεγαστικών δανείων.
        Η πρακτική της ποσοτικής χαλάρωσης οδηγεί στην μείωση της εξωτερικής αξίας των δυο αυτών νομισμάτων και στην εξ αντανακλάσεως  ενίσχυση του κοινού νομίσματος. Πρακτικά αυτό θα οδηγήσει στην εισαγωγή ύφεσης και αποπληθωρισμού δηλαδή στο ακριβώς αντίθετο από  αυτό που επιδιώκεται σήμερα στην ευρωζώνη.
        Για να δούμε το μέγεθος του προβλήματος αρκεί να θυμίσουμε ότι κατά το παρελθόν πολλά κράτη με υψηλό δημόσιο χρέος πληθώριζαν την οικονομία τους  για να επιτύχουν την άμεση απομείωση του  μέσω του πληθωρισμού.
        Σε περίπτωση που αντί πληθωρισμού έχουμε αποπληθωρισμό τότε  συμβαίνει το αντίθετο με την αξία του χρέους. Σε σχέση με την ύφεση, ως μέθοδος αντιμετώπισης της,  η υποτίμηση πριμοδοτούσε τις εξαγωγές και στήριζε την παραγωγική βάση αυξάνοντας τα έσοδα. Με την ισχυροποίηση του ευρώ ο μηχανισμός στήριξης των εξαγωγών όχι μόνο δεν υφίσταται αλλά λειτουργεί αντίθετα δυσκολεύοντας τις.
        Το άσχημο είναι ότι δεν υπάρχει τρόπος αποφυγής των τετελεσμένων από τις πρακτικές της  ποσοτικής χαλάρωσης όταν  εφαρμόζονται σε τέτοια έκταση παρά μόνο εάν υιοθετηθεί ανάλογη πρακτική από αυτόν που θίγεται. Στην συγκεκριμένη περίπτωση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Εφόσον η ΕΚΤ δεν είναι διατιθέμενη να μπει σε αυτό το παιχνίδι τότε οι συνέπειες είναι αναπόφευκτες. Εκείνο που θα μπορούσε να αποφευχθεί έχει να κάνει με τις εσωτερικές διεργασίες και πρακτικές που διαμορφώνουν συνθήκες διόγκωσης της αβεβαιότητας, όπως για παράδειγμα με τις καταθέσεις.
        Η αλλαγή τρόπου αντιμετώπισης των προβλημάτων όσων τραπεζών έχουν πρόβλημα δυστυχώς για τους εμπνευστές του δεν επιλύεται με το κούρεμα των καταθέσεων αλλά με την θέσπιση κανόνων και κυρίως με την αποδοχή ολοκληρωμένου πλαισίου δραστηριοποίησης των ευρωπαϊκών πιστωτικών ιδρυμάτων.
        Σε αρνητικές συγκυρίες οι υποτιθέμενες εύκολες λύσεις μετατρέπονται σε βάθος χρόνου σε πολύ πιο δαπανηρές , παρότι  η επιβολή δυναμικών αποφάσεων  πρόσκαιρα αφήνει πλασματικές εντυπώσεις για την χρησιμότητα τους.

        Η αναγνώριση λαθών οδηγός ομαλής δημοσιονομικής προσαρμογή.

          7 Ιουνίου 2013

        του Σαράντου Λέκκα
        οικονομολόγου
        Δυο τεχνοκρατικές εκφράσεις  που εκ πρώτης όψεως δεν δημιουργούν ιδιαίτερη εντύπωση , αυτή της εσωτερικής υποτίμησης και αυτή του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή έχουν διαμορφώσει πρωτόγνωρες κοινωνικές και οικονομικές καταστάσεις στην χώρα μας.
        Αναφερόμαστε στην εκ πρώτης άποψης εντύπωση διότι οι μη μυημένοι στα οικονομικά μένουν αδιάφοροι στο άκουσμα τους, πράγμα απόλυτα φυσιολογικό,  αφού δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι οι δυο αυτές εκφράσεις εμπεριέχουν εκρηκτικές δυνάμεις κατά την υλοποίηση τους ως μέσα αποκατάστασης της δημοσιονομικής τάξης.
        Ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής με απλά λόγια καταγράφει τις επιπτώσεις των μέτρων που λαμβάνονται για την μείωση του ελλείμματος στην οικονομία,  δηλαδή για κάθε ευρώ μέτρων πόσο μειώνεται το εθνικό εισόδημα.
        Στην ουσία ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά ένα δείκτη αντοχών όλων εκείνων που καλούνται να θυσιάσουν μέρος της ευημερίας τους και του βιοτικού επιπέδου τους για να επιτύχει η περίφημη δημοσιονομική προσαρμογή.
        Εσωτερική υποτίμηση είναι ο μηχανισμός επαναφοράς μιας οικονομίας σε υγιείς δημοσιονομικούς δρόμους , με βασικό άξονα την μείωση της ζήτησης των φυσικών πρόσωπων και  της αύξησης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας στο σύνολο της.
        Στην πραγματικότητα και εκλαϊκεύοντας πλήρως την λειτουργία τους στην σημερινή μνημονιακή Ελλάδα θα λέγαμε ότι η εσωτερική υποτίμηση είναι ο μηχανισμός υλοποίησης των στόχων που έχουν επιλεγεί και ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής είναι ο καταμετρητής των πεπραγμένων. Το άσχημο για την περίπτωση της Ελλάδος είναι η υποτίμηση των επιπτώσεων της μνημονιακής πολιτικής από τους σχεδιαστές της.
        Η αποδοχή του ΔΝΤ ότι οι επιπτώσεις των μέτρων είναι πολλαπλάσιες από τις συνήθεις , δεδομένου ότι η εμπειρία προγραμμάτων  εξυγίανσης μιας οικονομίας ήθελε  ο δημοσιονομικός
        πολλαπλασιαστής  να φθάνει το 0,5 , δηλαδή για κάθε ευρώ μέτρων  η επίπτωση στο ΑΕΠ να είναι 50 λεπτά, αποδεικνύει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής περίπτωσης. Πλέον είναι  γνωστό ότι ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής για την μνημονιακή Ελλάδα φθάνει το 1,7, δηλαδή για κάθε ευρώ μέτρων  η επίπτωση στο ΑΕΠ  είναι 1 ευρώ και εβδομήντα λεπτά. Βέβαια ο συνδυασμός ορισμένων γεγονότων οδηγεί σε σκέψεις συνομοσιολογικού χαρακτήρα.
        Οι αναφορές που γίνονται για την σκοπιμότητα διόγκωσης του ελλείμματος του 2009 καθώς και η απουσία διαπραγμάτευσης για το είδος και το μέγεθος του προγράμματος που θα συνοδεύει τις δανειακές συμβάσεις μπορεί να ειναι απλές συμπτώσεις ή τμήμα σχεδιασμού για την δημιουργία υπόβαθρου σοκ-επέμβασης στο δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας με αποδέκτες όλες τις χώρες (κυρίως του νότου)που δημοσιονομικά απέχουν από τα δεδομένα της γερμανικής πειθαρχίας.
        Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η μεθοδολογία του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή και η υιοθέτηση της πρακτικής εφαρμογής του μέσω της εσωτερικής υποτίμησης δεν μπορούν να μεταβληθούν όταν οι συνέπειες είναι τέτοιας μορφής που αλλοιώνουν τα χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας.
        Η αποδοχή από το ΔΝΤ ότι η συνταγή για την επαναφορά της ελληνικής οικονομίας στα πλαίσια που όριζαν τα Δημοσιονομικά Σύμφωνα της Ενωσης είναι λάθος εκ των πραγμάτων δημιουργεί εντυπώσεις αλλά κυρίως ανοίγει συζητήσεις για την επόμενη ημέρα.
        Οι αγκιτάτορες της πολιτικής σκηνής θα την χρησιμοποιήσουν προς την κατεύθυνση ανατροπής του συνόλου της προσπάθειας που έχει δρομολογηθεί.
        Οι σώφρονες όμως θα επιδιώξουν να την χρησιμοποιήσουν θετικά με την έννοια ότι αυτή την στιγμή η χώρα μας έχει ανάγκη από χρόνο και ως εκ τούτου κάθε χρονική επιμήκυνση , κάθε διευκόλυνση , κάθε ελαστική εφαρμογή θα οδηγήσει στην ομαλή υλοποίηση των συμφωνηθέντων με την τρόικα.
        Η αποδοχή του λάθους πολιτικής σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία επαναφοράς οικονομίας και κοινωνίας σε στρεβλές εποχές. Ο μύθος του Σίσυφου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση αυτή την φορά να βρει εφαρμογή.
        Αυτό που ξεκίνησε πρέπει να τελειώσει , όμως με μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία , όχι όπως χρησιμοποιήθηκε κατά το παρελθόν όπου με λαϊκίστικο τρόπο η ευαισθησία μπερδεύτηκε με το κομματισμό και την φαυλότητα  αλλά με αυτό που βάζει πάνω από όλα την αξιοπρέπεια του ατόμου και της κοινωνίας.

          Προσδοκίες δέσμιες της πραγματικότητας

          του Σαράντου Λέκκα
          οικονομολόγου
          Όταν οι πολιτικές διαβεβαιώσεις δεν λαμβάνουν  υπόψη την  κατάσταση της πραγματικής οικονομίας τότε είναι φυσικό να μην υλοποιούνται.
          Οι πολιτικοί σε διεθνές επίπεδο  μπορεί να προωθούν σε επίπεδο G7 και G20 μια ιδεατή εικόνα με  ωραίες διατυπώσεις όπως, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες πρέπει να εκφράζουν τα θεμελιώδη μεγέθη των οικονομιών ή ότι οι αναπτυξιακές δυνάμεις πρέπει να στηρίζονται σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και όχι σε ανταγωνιστικές υποτιμήσεις, όμως η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Πράγμα όμως απόλυτα φυσικό αφού παρά τις καλές προθέσεις μιας σειρά από αρνητικές εκφάνσεις δημιουργούν μια άλλη δυναμική τελείως αντίθετη με αυτή των λεκτικών διατυπώσεων που έτσι και αλλιώς δεν κοστίζουν.
          Ποιος δεν επιζητά το αυτονόητο , ποιος δεν θέλει να εμφανίζεται με το μανδύα της συναίνεσης ,ποιος δεν επιζητά την επίλυση των προβλημάτων μέσω της κοινής προσπάθειας, ποιος δεν θέλει να νιώθει μέρος μιας παγκόσμιας δύναμης που επιδιώκει την επιβολή της νομιμότητας με τρόπους κοινά αποδεκτούς; Όλοι.
          Όμως όταν οι προσδοκίες είναι αναγκασμένες να υπακούσουν στην πραγματικότητα τότε οι πομπώδεις εκφράσεις ξεχνιούνται, τότε τα κοινά οράματα ρίχνονται στις καλένδες και η ιδιοτέλεια αναρριχάται στο τοίχο των πραγματικών αναγκών.
          Όταν η ύφεση παραλύει μια οικονομική δραστηριότητα, όταν η ανεργία ξεφεύγει από τα αποδεκτά επίπεδα δημιουργώντας εστίες κοινωνικής ανάφλεξης , όταν εισοδήματα και κέρδη πέφτουν θύματα της δημοσιονομικής προσαρμογής, όταν τα χρέη επιβάλουν χειρισμούς που στην ουσία αιχμαλωτίζουν ακόμη και τις μακροπρόθεσμες προσδοκίες, τότε είναι απόλυτα λογικό να χρησιμοποιείται κάθε δυνατό μέσο, συμβατό ή όχι, για την αντιμετώπιση της δυσμενούς συγκυρίας.
          Παρότι είναι  γνωστό ότι οι νομισματικές πολιτικές δεν οδηγούν παρά σε πρόσκαιρα αποτελέσματα αφού σε περιόδους πρωτόγνωρων καταστάσεων όλοι, έστω και με υστέρηση, θα τις ακολουθήσουν πράγμα που θα οδηγήσει στην τελική εξάλειψη των όποιων θετικών επιδράσεων εν τούτοις, όλοι τις ακολουθούν δεδομένου του πανικού αλλά και του άγχους που διακατέχει τις πολιτικές ηγεσίες.
          Μεταξύ του 2007 και του Μαΐου 2013 οι κεντρικές ανά τον κόσμο τράπεζες προχώρησαν σε  515 κινήσεις μείωσης των επιτοκίων. Πληθωρισμός πτωτικών κινήσεων με αποκλειστικό σκοπό την απάντηση σε κίνηση ανταγωνιστικού νομίσματος και ανταγωνίστριας κεντρικής τράπεζας.
          Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι είναι ευρύτερα γνωστό ότι οι μηχανισμοί μετάδοσης της νομισματικής πολίτικης δεν λειτουργούν είτε λόγω απαξίωσης των δανειοληπτών, είτε λόγω μειωμένης ζήτησης , είτε λόγω φόβου νέων επισφαλειών.
          Στην βάση αυτή νέο χρήμα δεν διαχέεται στην πραγματική οικονομία με αποτέλεσμα οι νομισματικές πολιτικές να είναι αναποτελεσματικές. Οι κεντρικές τράπεζες το γνωρίζουν όμως για μια ακόμη φορά δεν ενδιαφέρονται για την ουσία αλλά για τις εντυπώσεις.
          Αρέσκονται πάλι στην δημιουργία ψευδαισθήσεων γι’αυτό και μεγάλο μέρος των κεφαλαίων οδηγούνται στα χρηματιστήρια. Επιζητούν την δημιουργία αίσθησης πλούτου ώστε ο καταναλωτής να νιώσει ισχυρός και να αυξήσει την ζήτηση.
          Όταν οι περισσότερες οικονομίες είναι δομημένες στον άξονα της κατανάλωσης τότε καθετί που την στηρίζει δημιουργεί προϋποθέσεις επανεκκίνησης. Όπως είδαμε το μοντέλο αυτό απέτυχε ,όμως επιχειρείται η  ολική επαναφορά του διότι θεωρείτε ως η πιο εύκολη επιλογή – λύση στο πρόβλημα της ανάπτυξης που λίγο-πολύ ταλαιπωρεί όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες.
          Η δύσκολη λύση είναι η δημιουργία πυλώνων πραγματικής ανάπτυξης , πραγματικής παραγωγής. Είναι λάθος η επιλογή ενίσχυσης της χρηματικής οικονομίας εις βάρος της πραγματικής.
          Οι φούσκες που δημιουργούνται αναδύουν τεράστια προβλήματα με σημαντικότερο την βίαιη ανακατανομή των κεφαλαίων και κυρίως τα πολλά παράπλευρα θύματα όταν αυτές σκάσουν.
          Είναι λυπηρό να επανερχόμαστε σε πρακτικές που καταληκτικά δεν οδηγούν πουθενά ή για να είμαστε ακριβείς που οδηγούν στην κατάρρευση δομών  και κυρίως πλούτου που έχει δημιουργηθεί στην βάση της εργασίας και του ενστερνισμού αξιών της πραγματικής οικονομίας.

            Παρεμβάσεις στήριξης της ανταγωνιστικότητας

            του Σαράντου Λέκκα
            οικονομολόγου
            Οι πρακτικές που είναι διαθέσιμες στις νομισματικές αρχές ενός κράτους για την αποδυνάμωση του  νομίσματος του είναι τρεις.
            Πρώτη μέσω της μείωσης των επιτοκίων, δεύτερη μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης, δηλαδή μέσω του κοψίματος χρήματος και η  τρίτη με τη πώληση του εγχωρίου νομίσματος και τη αγορά του ανταγωνιστικού νομίσματος. Κατά την περίοδο που ακολούθησε την μεγαλύτερη από το 1930 χρηματοπιστωτική κρίση όλες οι εναλλακτικές επιλογές εφαρμόστηκαν από διαφορετικά κράτη που ήθελαν να ενδυναμώσουν την οικονομία τους μέσω του νομίσματος τους.
            Ήδη από την Άνοιξη του 2009 οι ισχυρές οικονομίες του πλανήτη είχαν μειώσει τα βασικά επιτόκια των νομισμάτων τους στα χαμηλότερα επίπεδα της ιστορίας τους.
            Η πολιτική των μηδενικών επιτοκίων (Ζerο interest rate policy –Zirp) κυριάρχησε ως μηχανισμός άμεσης παρέμβασης. Απλά στην συνέχεια  το παιχνίδι με τα επιτόκια εντοπίσθηκε μόνο σε μακροπρόθεσμες διάρκειες και επιτυγχάνονταν μέσω της αγοράς ομολόγων.
            Από εκεί και μετά χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρο οι υπόλοιπες πρακτικές. Την ποσοτική χαλάρωση χρησιμοποίησαν ΗΠΑ , Βρετανία και Ιαπωνία, την πώληση του εγχώριου νομίσματος χρησιμοποίησαν τα κράτη της Νοτιοανατολικής Ασίας και η Ελβετία ενώ την αγορά του ανταγωνιστικού νομίσματος την χρησιμοποίησε η Βραζιλία.
            Ποιο είναι το κέρδος όμως της χρησιμοποίησης της μείωσης της εξωτερικής αξίας ενός νομίσματος ειδικά σε περιόδους χαμηλής ανάπτυξης και ειδικότερα σε περιόδους που η παγκόσμια οικονομία προσπαθεί να επουλώσει της πληγές της μεγαλύτερης από το 1930 χρηματοπιστωτικής κρίσης. Το δυνητικό όφελος για το κράτος που χρησιμοποιεί την υποτίμηση του νομίσματος του είναι προφανώς η αύξηση των εξαγωγών του  προς τα υπόλοιπα κράτη.
            Τι συμβαίνει όμως όταν όλοι χρησιμοποιούν την ίδια μέθοδο για την ενίσχυση της οικονομίας και κυρίως την ώρα που η παγκόσμια οικονομία μετρά πάνω από 34 εκατομμύρια νέους ανέργους ως απότοκο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2009.
            Η απάντηση δίνεται από το παρελθόν. Στην  ανάλογη κρίση του 1929 και στην ύφεση της δεκαετίας του 1930 τα κράτη χρησιμοποίησαν πρακτικές προστατευτισμού των οικονομιών τους  μέσω της αύξησης των δασμών και των ποσοτικών περιορισμών ενώ μείωσαν την αξία  των νομισμάτων τους για να τονώσουν τις εξαγωγές τους.
            Αποτέλεσμα γενίκευση της ύφεσης, μείωσης της απασχόλησης, κατάρρευση του παραγωγικού δυναμικού. Αυτό συνέβη διότι το κέρδος του ενός σε όρους ανταγωνιστικότητας  λειτουργεί στην βάση των απωλειών του άλλου με τελικό αποτέλεσμα την απουσία τελικού οφέλους για την παγκόσμια οικονομία.
            Το παιχνίδι της ενίσχυσης μια οικονομίας μέσω της αύξησης της ανταγωνιστικότητας της με υπόβαθρο την αποδυνάμωση του νομίσματος της είναι παίχνιο μηδενικού αθροίσματος.
            Εάν αυτό το μηδενικό άθροισμα αποτυπώθηκε κατά την δεκαετία του 1930 θεωρείτε βέβαιο πως θα αποτυπωθεί και στις ημέρες μας όπου η παγκοσμιοποίηση των οικονομιών κατευθύνει τα πάντα. Βέβαια πέρα από τις τρεις  τεχνοκρατικού περιεχομένου πρακτικές που χρησιμοποιούν οι νομισματικές αρχές υπάρχει και μια εξίσου αποτελεσματική, όμως βραχείας διάρκειας.
            Η τεχνική της διασποράς φημών με έντεχνο τρόπο διαμορφώνει όρους αποτελεσματικής διολίσθησης σε σημείο που οι τεχνοκρατικές πρακτικές να φαντάζουν παιδικά παιχνίδια. Το είδαμε με τα όσα έλαβαν χώρα στην ευρωζώνη με τις  φήμες περί διάλυσης του ευρώ, περί εξόδου μελών από την ευρωζώνη, περί πτώχευσης κρατών –μελών του νότου , περί αδυναμίας εξεύρεσης λύσης για την αναχρηματοδότηση του προβλήματος χρέους που έχουν τα περισσότερα μέλη της ένωσης.
            Το αποτέλεσμα  να  επιφέρουν ισχυρά χτυπήματα στην εξωτερική αξία του ευρώ, όμως με πρόσκαιρη διάρκεια, όση η επίδραση της φήμης ή αντίθετα η αποκατάσταση της λογικής.
            Το εντυπωσιακό είναι ότι πολλές φορές οι φήμες στηρίζονταν σε δηλώσεις ευρωπαίων ηγετών και μάλιστα ηγετών –ταγών , οι οποίοι υποδαύλιζαν το κερδοσκοπικό παιχνίδι των δυνάμεων της αγοράς, εις βάρος του μόχθου των ευρωπαίων πολιτών.


              Η καλύτερη κοινωνική πολιτική είναι αυτή της εργασίας.


              2.7.2013 —Κοινωνικές παροχές που δίδονται ελέω πολιτικοσυνδικαλιστικών δράσεων όπως τις ζήσαμε κατά το πρόσφατο παρελθόν απλά διογκώνουν τα ελλείμματα και αυξάνουν το λογαριασμό του χρέους που κάποια στιγμή , όπως συμβαίνει σήμερα , καλούμεθα να πληρώσουμε


              {images:title}

              Δεν υπάρχει  αντιπροσωπευτικότερος δείκτης  αποτύπωσης μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου από αυτόν της ανεργίας .
              Είναι ο  καθρέπτης την κοινωνίας και φυσικά ο αποτιμητής των διαχρονικών πολιτικών και οικονομικών δράσεων .
              Τον θεωρούμε ως πιο αντιπροσωπευτικό διότι μακράν των υπολοίπων εμπεριέχει με απόλυτο τρόπο κοινωνικές και άκρως ευαίσθητες για την συνοχή της κοινωνίας παραμέτρους .
              Μπορεί η  πορεία του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος να αποτυπώνει την συνολική εικόνα μιας οικονομίας όμως όταν αναφέρουμε την συρρίκνωση του ως ποσοστιαίο μέγεθος  ελάχιστοι αντιλαμβάνονται τις επιπτώσεις που άμεσα και έμμεσα θα υπάρξουν στην ζωή των πολιτών .
              Παλαιότερα ως καθρέπτης της οικονομίας θεωρούνταν το χρηματιστήριο και η πορεία του γενικού δείκτη σκιαγραφούσε πλήρως τα προβλήματα αλλά και αντίθετα τις προοπτικές μιας οικονομίας .
              Στην σημερινή μνημονιακή Ελλάδα ούτε ως αστείο δεν μπορεί κάποιος να επικαλεσθεί το χρηματιστήριο .
              Η απαξίωση είναι εμφανής ενώ η αποστροφή της πλειοψηφίας των απλών επενδυτών είναι παραπάνω από έκδηλη.
              Στην σημερινή μνημονιακή Ελλάδα η ανεργία είναι ο καθρέπτης της οικονομίας αλλά και γενικότερα της κοινωνίας αφού η διόγκωση της σε εξωπραγματικά για ανεπτυγμένο οικονομικά κράτος σαφέστατα υποσκάπτει την κοινωνική συνοχή .
              Όταν ο δείκτης της ανεργίας οδεύει προς το 30% των οικονομικά ενεργών πολιτών και τους 1.500.000 ανέργους τότε για ποια οικονομία μιλάμε παρά αυτή της παρακμής και της διάλυσης .
              Όταν η ανεργία των νέων βρίσκεται στο 62% και όταν η μετανάστευση για λόγους επαγγελματικής αποκατάστασης είναι μονόδρομος τότε για ποια προοπτική της οικονομίας μιλάμε ;
              Όταν ο δείκτης της ανεργίας αυξάνεται τα κοινωνικά δράματα κινούνται παράλληλα .
              Δεν υπάρχει  χειρότερο πράγμα από την ανεργία .
              Όσοι την  βιώνουν το γνωρίζουν καλά , για  τους υπόλοιπους απλά ο φόβος ότι ίσως βρεθούν σε ανάλογη θέση τους δημιουργεί ανησυχία , όμως το πρόβλημα αγγίζει όλους είτε άμεσα είτε έμμεσα.
              Σήμερα στην μνημονιακή Ελλάδα υπάρχουν οικογένειες που πλήττονται πλήρως από την ανεργία , που δεν έχουν κανένα εργαζόμενο , που βρίσκονται στο κατώφλι του αδιέξοδου.
              Για αυτούς οι πολιτικές δράσεις τύπου ελεημοσύνης , αγαθοεργίας , φιλανθρωπίας , δεν λύνουν το πρόβλημα.
              Διότι ανεργία δεν σημαίνει και μειωμένη αξιοπρέπεια .
              Σκηνές ανθρώπων με παρατεταμένα χέρια να ποδοπατούνται για ένα κιλό πορτοκάλια ή για λίγες πατάτες δραματοποιεί μια κατάσταση που από μόνη της είναι αδιέξοδη.
              Όμως το πρόβλημα δεν λύνεται .
              Όπως δεν λύνεται ούτε με κοινωνικά παντοπωλεία , ούτε  με δωρεάν γεύματα .
              Τέτοιου είδους παρεμβάσεις αφορούν συγκεκριμένες και ειδικές ομάδες πληθυσμού και όχι άτομα που έχουν χάσει την εργασία τους λόγω της ύφεσης .
              Το πρόβλημα λύνεται με επενδύσεις , με νέες θέσεις εργασίας .
              Αυτό πρέπει να γίνει απόλυτα κατανοητό από όλους .
              Δεν είναι δυνατόν οι θιασώτες των δωρεάν γευμάτων και της κάθε είδους φιλανθρωπίας να κάνουν ότι περνά από το χέρι τους για να παρεμποδίζουν επενδύσεις και αναπτυξιακά προγράμματα .
              Εκτός και εάν ο πραγματικός τους στόχος δεν είναι η επαναφορά της αξιοπρεπείας που η εργασία και μόνο προσδίδει στον άνθρωπο αλλά η παρατεταμένη παραμονή της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα για ιδιοτελείς πολιτικούς και οικονομικούς σκοπούς .
              Δεν είναι δυνατόν η επίσημη πολιτεία να ομιλεί για κοινωνικά προγράμματα και πολιτικές δράσεις πρόνοιας για τους μη έχοντες εργασία όταν κοινοτικά κονδύλια μένουν στα αζήτητα  επί σειρά 10 ετιων .
              Να σκεφτούμε μόνο και ενώ πανηγυρίζουμε για το δεύτερο ΕΣΠΑ ύψους  18,4 δις € ότι ακόμη δεν έχει κλείσει το Τρίτο κοινοτικό πλαίσιο στήριξης .
              Οι κύριοι της εκτελεστικής εξουσίας δεν πρέπει να ξεχνούν ότι η καλλίτερη κοινωνική πολιτική είναι η πολιτική της απασχόλησης και της μειωμένης όσο το δυνατόν ανεργίας.
              Δεν είναι δυνατόν να μιλούμε για την δραστηριοποίηση των νέων στον αγροτικό τομέα και παράλληλα να μην κάνουμε τίποτα για την άρση της απαγόρευσης φύτευσης νέων αμπελώνων που ισχύει από το 1985, για να πάρουμε ένα παράδειγμα.
              Η απαγόρευση πρέπει να αρθεί άμεσα και όχι μετά το 2016 όπως προσανατολίζεται η ευρωπαϊκή ένωση .
              Δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για στήριξη της επιχειρηματικότητας μέσω των αναπτυξιακών νόμων και παράλληλα να γνωρίζουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος των παρεμβάσεων επιδοτεί δραστηριότητες τύπου καφετεριών.
              Κανένας νοήμων άνθρωπος , υπό το νέο πρίσμα που η οικονομία μας πρέπει να λειτουργεί,  δεν επιζητά νέες θέσεις εργασίας μέσω της διόγκωσης του δημοσίου τομέα.
              Επιζητά όμως οι αναπτυξιακοί νόμοι , τα επιχειρηματικά προγράμματα , οι επιχορηγήσεις  αλλά και οι δράσεις του δημοσίου μέσω του ΕΣΠΑ και του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων να δρομολογούνται χωρίς γραφειοκρατικές και πολύπλοκες διαδικασίες και σε χρόνο που να δείχνει αγωνία για το μέλλον και όσους σήμερα δεν έχουν εργασία .
              Θα επαναλάβουμε για μια ακόμη φορά ότι η καλλίτερη κοινωνική πολιτική είναι αυτή που δημιουργεί ή που διευκολύνει νέες θέσεις εργασίας .
              Κοινωνικές παροχές που δίδονται ελέω πολιτικοσυνδικαλιστικών δράσεων όπως τις ζήσαμε κατά το πρόσφατο παρελθόν απλά διογκώνουν τα ελλείμματα και αυξάνουν το λογαριασμό του χρέους που κάποια στιγμή , όπως συμβαίνει σήμερα , καλούμεθα να πληρώσουμε .
              Η καλλίτερη και πιο  αποδοτική κοινωνική παροχή είναι  αυτή της εργασίας .
              Τα καλλίτερα και πιο  ανθρωπιστικά προγράμματα είναι  αυτά που οδηγούν στις αύξηση των  θέων εργασίας .
              Αυτό πρέπει να γίνει  απόλυτα κατανοητό από όλους,  ένα θέλουμε να υπάρξει ουσιαστική μεταστροφή της υπάρχουσας άσχημης συγκυρίας .

              ΛΕΚΚΑΣ  ΣΑΡΑΝΤΟΣ
              ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ

              Τα βραχυπρόθεσμα οφέλη τορπιλίζουν τις μακροπρόθεσμες προοπτικές

              του Σαράντου Λέκκα
              οικονομολόγου
              Στις ΗΠΑ οι δαπάνες των προϋπολογισμών  των Δήμων κατά το μεγαλύτερο τους αφορούν αμοιβές προς τους αστυνομικούς και τους πυροσβέστες ενώ,  ένα επιπλέον τμήμα αφορά την κάλυψη των συντάξεων των υπαλλήλων τους.
              Η πορεία τους προς την χρεοκοπία (πολλοί έχουν ήδη χρεοκοπήσει ενώ άλλοι βρίσκονται σε τροχιά χρεοκοπίας )οφείλονταν κυρίως στο γεγονός ότι κάθε τμήμα του πληθυσμού αρέσκονταν στη διεκδίκηση βραχυπρόθεσμων ωφελειών σε βάρος της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας.
              Στο τέλος όλοι ήταν χαμένοι. Και οι ένστολοι που διεκδικούσαν αμοιβές εκτός πραγματικότητας, τις οποίες με την βοήθεια της διαιτησίας αποσπούσαν αλλά και οι δημότες που ενώ έβλεπαν πως απαιτούνταν επιπλέον έσοδα για την λειτουργία των πόλεων τους ήταν κάθετα αρνητικοί σε οποιαδήποτε αύξηση της φορολογίας.
              Αποτέλεσμα η χρεοκοπία και η απόλυτη διάλυση όλου τους συστήματος , όπου μεν ένστολοι έμειναν χωρίς εργασία ή δε δημότες έμειναν χωρίς υπηρεσίες.
              Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού η πορεία των πραγμάτων κινείται ανάλογα. Η αχίλλειος πτέρνα των βραχυπρόθεσμων ωφελειών σε βάρος των μακροπρόθεσμων προοπτικών αφήνει έκθετη και την Ευρωζώνη.
              Η πρακτικές που μέχρι σήμερα έχουν εφαρμοστεί για την διάσωση των κρατών και των τραπεζών στην βάση των μοναδικών περιπτώσεων που γνωρίσαμε στην περίπτωση της Ελλάδος με το PSI των ομόλογων και στην περίπτωση της Κύπρου με το κούρεμα των ανασφάλιστων καταθέσεων (αφού πριν είχαν μπει στο στόχαστρο και οι ασφαλισμένες) έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της ανασφάλειας επενδυτών και καταθετών. Η αύξηση της ανασφάλειας οδηγεί στην αναζήτηση καταφυγίων πράγμα που σημαίνει ότι η κατεύθυνση των κεφαλαίων έχει συγκεκριμένο προορισμό.
              Με το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων δόθηκε το έναυσμα για στροφή ομολογιούχων προς τα κράτη του βορρά και κυρίως για
              κράτη με τη απόλυτη βαθμολόγηση από τους οίκους πιστοληπτικής ικανότητας.
              Αποτέλεσμα οι αποδόσεις των Γερμανικών ομολόγων να κινούνται σε ιστορικά χαμηλά ενώ για βραχυπρόθεσμες περιόδους τα επιτόκια κινούνται σε αρνητικά επίπεδα, δηλαδή σε  επίπεδα καταφυγίου ασφάλειας. Σε ανάλογα επίπεδα κινούνται και οι αποδόσεις ομολόγων κρατών με απόλυτη φερεγγυότητα.
              Αυτό σημαίνει ότι τα περισσότερα κράτη του βορρά χρηματοδοτούν τις ανάγκες τους με ασήμαντο κόστος  σε αντίθεση με τις χώρες του νότου που αγωνίζονται για επιτόκια χαμηλότερα του 7% (όριο προσφυγής σε μηχανισμούς σταθερότητας).
              Αυτό με την σειρά  του οδηγεί σε αυξημένες ανάγκες εσόδων και σε κατ’επέκταση σε δημοσιονομικές παρεκτροπές αφού η κάλυψη των τόκων γίνεται όλο και πιο δυσχερής με αποτέλεσμα τα πρωτογενή πλεονάσματα να μην φθάνουν για την μείωση των χρεολυσίων. Η ροη των κεφαλαίων προς τον βορρά  ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής.
              Κατά την τριετία 1010-2012, από Πορτογαλία, Ισπανία , Ελλάδα , Ιρλανδία , χάθηκαν 326 δις € ενώ στο ίδιο διάστημα Γερμανία και Γαλλία κυρίως αλλά και άλλες χώρες του βορρά είδαν τις καταθέσεις τους να αυξάνονται κατά 300 δις €.
              Η αύξηση των εισροών  σημαίνει και αυξημένη ρευστότητα για τα πιστωτικά ιδρύματα αυτών των χωρών πράγμα που με την σειρά οδηγεί σε χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας με χαμηλό κόστος. Πάντα η συσσώρευση κεφαλαίων  δημιουργούσε ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα  πόσο μάλλον  κατά την τρέχουσα συγκύρια  που οι συνθήκες είναι ιδιάζουσες.
              Με το κούρεμα των μη εγγυημένων καταθέσεων στην Κύπρο καθώς και με την μεταβολή του τρόπου διάσωσης όσων τραπεζών πλέον θα χρειάζονται βοήθεια η ανασφάλεια καταθέτων – αποταμιευτών και καταθέτων –επενδυτών διογκώθηκε με αποτέλεσμα  οι ροές κεφαλαίων προς τον βορρά να πολλαπλασιαστούν. Λέγεται ότι οι κατάθετες ακολουθούν τους ομολογιούχους.
              Αυτό που στο παρελθόν θεωρούνταν επενδυτικό αξίωμα σήμερα θεωρείται δεδομένο ότι θα αποκτήσει χαρακτηριστικά σχεδιασμού προς αποφυγή δυσάρεστων εκπλήξεων.
              Όμως το παράδειγμα των αμερικανικών Δήμων μας δείχνει ξεκάθαρα ότι πρακτικές που δεν  συμβάλουν στην δίκαιη κατανομή πόρων οδηγούν  σε αδιέξοδα.
              Τα βραχυπρόθεσμα οφέλη των κρατών του βορρά σε βάρος των κρατών του νότου θα τορπιλίσουν την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της ένωσης.
              Το αποτέλεσμα δεν θα το θέλουν ούτε οι πρόσκαιρα ωφελούμενοι αφού αυτοί θα πληγούν περισσότερο. Απαιτείται επομένως ισορροπία και αυτοέλεγχος δεδομένου ότι οι ακρότητες ποτέ δεν βοήθησαν και ποτέ δεν έλυσαν κανένα πρόβλημα.
              Αντίθετα δημιούργησαν προβλήματα ανυπέρβλητα και ιδιαιτέρως αποκρουστικά.