Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Η ποσοτική νομισματική χαλάρωση της Fed .
ΤΟΥ ΣΑΡ. ΛΕΚΚΑ
Οπως είναι γνωστό η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ στο πλαίσιο της ποσοτικής νομισματικής χαλάρωσης από την άνοιξη του 2009 και επί έναν χρόνο μέχρι την έναρξη του καλοκαιριού 2010 είχε αγοράσει τιτλοποιημένα στεγαστικά δάνεια αξίας 1,25 τρισ. δολ., τίτλους στεγαστικών δανείων αξίας 175 δισ. δολ. από τους κολοσσούς Fannie Mae και Freddie Mac και ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου αξίας 300 δισ. δολ. Συνολικά είχε αγοράσει τίτλους 1,7 τρισ. δολ.Το δεύτερο πακέτο ποσοτικής χαλάρωσης εντοπίζεται στις αρχές Νοεμβρίου 2010 όταν εγκρίθηκε η αγορά κρατικών ομολόγων αξίας 600 δισ. δολ., η οποία θα γίνεται σταδιακά μέχρι το καλοκαίρι του 2011.Ταυτόχρονα θα επανατοποθετηθούν τόκοι αξίας 300 δισ. δολ. που έχουν προκύψει από ανάλογες τοποθετήσεις του παρελθόντος. Δηλαδή, συνολικά θα αγοράσει μέσο-μακροπρόθεσμα ομόλογα διάρκειας 5-10 ετών, ύψους 900 δισ. δολ., με συχνότητα περίπου 100 δισ. δολ. τον μήνα.Σωρευτικά τα δύο πακέτα οδηγούν σε μία ποσοτική χαλάρωση της τάξεως των 2,6 τρισ. δολ.Τεράστιο ποσό, όμως αναγκαίο κατά την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ για τη στήριξη της ασθενούσας αμερικανικής οικονομίας.Η ασθενική αναπτυξιακή δυναμική καθώς και η αύξηση της ανεργίας κοντά στα επίπεδα του 10% δεν άφηνε πολλά περιθώρια.Για πολλούς τέτοια ποσοτική χαλάρωση, τέτοιο κόψιμο χρήματος, αποτελεί το απόλυτο πληθωριστικό υπόβαθρο.Πόσο δίκιο όμως έχουν;Τα εγχειρίδια οικονομικής θεωρίας είναι ξεκάθαρα.Τη νομισματική βάση μιας οικονομίας αποτελούν η νομισματική κυκλοφορία, δηλαδή τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα που διακρατά το μη τραπεζικό κοινό και τα ρευστά διαθέσιμα των τραπεζών, δηλαδή αυτά που διατηρούν είτε στην κεντρική τράπεζα είτε στα ταμεία τους.Οταν μία κεντρική τράπεζα αγοράζει χρεόγραφα από τις ιδιωτικές τράπεζες, εκείνο που στην ουσία συμβαίνει είναι να πιστώνονται οι λογαριασμοί που έχουν οι ιδιωτικές στην κεντρική τράπεζα.Αυτό όμως δεν σημαίνει τίποτα για την πραγματική οικονομία, αφού ήδη όπως είπαμε τα διαθέσιμα των τραπεζών αποτελούν τμήμα της νομισματικής βάσης.Η πρακτική αυτή στην ουσία οδηγεί στην αύξηση της νομισματικής βάσης, δηλαδή στην αύξηση του πρωτογενούς χρήματος, το οποίο ελέγχει η κεντρική τράπεζα.Για να υπάρξει αύξηση της προσφοράς χρήματος, δηλαδή για να υπάρξει αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί στην πραγματική οικονομία πρέπει να δημιουργηθεί δευτερογενές ή τραπεζικό χρήμα.Αυτό δημιουργείται όταν οι τράπεζες από τα πλεονάζοντα διαθέσιμά τους χορηγούν δάνεια σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.Εάν αυτό δεν συμβεί τότε όσες ποσότητες χρήματος και εάν κόψει η κεντρική τράπεζα η προσφορά χρήματος δεν θα αυξηθεί.To πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι η χρηματοπιστωτική κρίση έχει δημιουργήσει προβλήματα στην πραγματική οικονομία με αποτέλεσμα νοικοκυριά και επιχειρήσεις να μην ζητούν δάνεια, ενώ από την άλλη η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών συνεχώς να υποβαθμίζεται από τα δάνεια που δεν εξυπηρετούνται κανονικά.Στην ουσία μικρή ποσότητα κεφαλαίων μετουσιώνεται σε νέο δανεισμό, οπότε η προσφορά χρήματος δεν αυξάνεται με ρυθμούς που σχεδιάζουν οι τεχνοκράτες της κεντρικής τράπεζας.Το μεγαλύτερο τμήμα των κεφαλαίων τοποθετείται από τις τράπεζες ξανά σε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου.Ετσι παρατηρείται το οξύμωρο η κεντρική διοίκηση των ΗΠΑ να δημιουργεί ελλείμματα και χρέη τα οποία διά μέσω των εμπορικών τραπεζών αγοράζει η κεντρική τράπεζα. Δηλαδή η κεντρική τράπεζα κόβει χρήμα, το οποίο εκ των πραγμάτων αγοράζει δημόσιο χρέος. Αποτέλεσμα, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ να κατέχει σήμερα μετά την Κίνα το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της χώρας.Στην κυριολεξία οι Αμερικάνοι δημιουργούν χρέη, τα οποία αγοράζουν και οι ίδιοι, οπότε εκ των πραγμάτων είναι αναγκασμένοι να κόβουν χρήμα το οποίο αντί να πηγαίνει στην πραγματική οικονομία αυξάνει το ενεργητικό της κεντρικής τράπεζας.Πάντως, ακόμη και εάν όλο το χρήμα που κόβει η κεντρική τράπεζα πήγαινε στην πραγματική οικονομία το πληθωριστικό υπόβαθρο για να δημιουργηθεί προϋποθέτει συνθήκες πλήρους απασχόλησης.Με ανεργία περί το 10%, η όποια αύξηση της προσφορά χρήματος δεν οδηγεί σε ισόποση αύξηση των τιμών.Σύμφωνα με την ποσοτική θεωρία του χρήματος το γενικό επίπεδο τιμών αυξάνεται αναλογικά με την αύξηση της προσφοράς χρήματος.Δηλαδή εάν η προσφορά χρήματος αυξηθεί κατά 3,5%, τότε οι τιμές θα αυξηθούν σύντομα κατά 3,5% με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει ανεργία.Εάν όμως υπάρχει μη αξιοποιήσιμο παραγωγικό δυναμικό, τότε ένα μέρος από την αύξηση της προσφοράς χρήματος θα κατευθυνθεί στην τόνωση της παραγωγής και όχι στην κατανάλωση.
Ο κ. Σαράντος Λέκκας είναι οικονομολόγος.
(ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΚΕΡΔΟΣ ΣΤΙΣ 23/1/2011)

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

Η αποτελεσματική πρακτική... αποδυνάμωσης ενός νομίσματος.
ΤΟΥ ΣΑΡ. ΛΕΚΚΑ
Οι πρακτικές που είναι διαθέσιμες στις νομισματικές αρχές ενός κράτους για την αποδυνάμωση του νομίσματός του είναι τέσσερις.Πρώτη μέσω της μείωσης των επιτοκίων, δεύτερη μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης, δηλαδή μέσω του κοψίματος χρήματος, τρίτη η πώληση του εγχώριου νομίσματος και τέταρτη η αγορά του ανταγωνιστικού νομίσματος.Κατά το 2010 όλες οι εναλλακτικές επιλογές εφαρμόστηκαν από διαφορετικά κράτη που ήθελαν να ενδυναμώσουν την οικονομία τους μέσω του νομίσματός τους.Την άνοιξη του 2009 οι ισχυρές οικονομίες του πλανήτη είχαν μειώσει τα βασικά επιτόκια των νομισμάτων τους στα χαμηλότερα επίπεδα της ιστορίας τους.Κατά το 2010 το παιχνίδι με τα επιτόκια εντοπίσθηκε μόνο σε μακροπρόθεσμες διάρκειες και επιτυγχάνονταν μέσω της αγοράς ομολόγων.Από εκεί και μετά χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρο οι υπόλοιπες πρακτικές.Την ποσοτική χαλάρωση χρησιμοποίησαν ΗΠΑ, Βρετανία και Ιαπωνία, την πώληση του εγχώριου νομίσματος χρησιμοποίησαν τα κράτη της Νοτιοανατολικής Ασίας και η Ελβετία, ενώ την αγορά του ανταγωνιστικού νομίσματος τη χρησιμοποίησε η Βραζιλία.Ποιο είναι το κέρδος όμως της χρησιμοποίησης της μείωσης της εξωτερικής αξίας ενός νομίσματος ειδικά σε περιόδους χαμηλής ανάπτυξης και ειδικότερα σε περιόδους που η παγκόσμια οικονομία προσπαθεί να επουλώσει της πληγές της μεγαλύτερης από το 1930 χρηματοπιστωτικής κρίσης.Το δυνητικό όφελος για το κράτος που χρησιμοποιεί την υποτίμηση του νομίσματός του είναι προφανώς η αύξηση των εξαγωγών του προς τα υπόλοιπα κράτη.Τι συμβαίνει όμως όταν όλοι χρησιμοποιούν την ίδια μέθοδο για την ενίσχυση της οικονομίας και κυρίως την ώρα που η παγκόσμια οικονομία μετρά 34 εκατομμύρια νέους ανέργους ως απότοκο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2009.Η απάντηση δίνεται από το παρελθόν.Στην ανάλογη κρίση του 1929 και στην ύφεση της δεκαετίας του 1930 τα κράτη χρησιμοποίησαν πρακτικές προστατευτισμού των οικονομιών τους μέσω της αύξησης των δασμών και των ποσοτικών περιορισμών, ενώ μείωσαν την αξία των νομισμάτων τους για να τονώσουν τις εξαγωγές τους.Αποτέλεσμα γενίκευση της ύφεσης, μείωσης της απασχόλησης, κατάρρευση του παραγωγικού δυναμικού.Αυτό συνέβη διότι το κέρδος του ενός σε όρους ανταγωνιστικότητας λειτουργεί στη βάση των απωλειών του άλλου με τελικό αποτέλεσμα την απουσία τελικού οφέλους για την παγκόσμια οικονομία.Το παιχνίδι της ενίσχυσης μιας οικονομίας μέσω της αύξησης της ανταγωνιστικότητάς της με υπόβαθρο την αποδυνάμωση του νομίσματός της είναι παίχνιο μηδενικού αθροίσματος.Εάν αυτό το μηδενικό άθροισμα αποτυπώθηκε κατά τη δεκαετία του 1930, φανταστείτε πώς θα αποτυπωθεί στις ημέρες μας όπου η παγκοσμιοποίηση των οικονομιών κατευθύνει τα πάντα.Στη βάση αυτή η πορεία των ισχυρών νομισμάτων της υφηλίου κατά το 2010 κινήθηκε λίγο πολύ με όρους που διαμορφώνονται από τα κελεύσματα των αγορών.Συγκεκριμένα, πέρα από τις τέσσερις τεχνοκρατικού περιεχομένου πρακτικές που χρησιμοποιούν οι νομισματικές Αρχές υπάρχει και μια εξίσου αποτελεσματική.Η τεχνική της διασποράς φημών με έντεχνο τρόπο, διαμορφώνει όρους αποτελεσματικής διολίσθησης σε σημείο που οι τεχνοκρατικές πρακτικές να φαντάζουν παιδικά παιχνίδια.Κατά το 2010 το ευρώ υποτιμήθηκε έναντι των ισχυρών νομισμάτων της υφηλίου και μάλιστα έναντι ορισμένων σε σημαντικό ποσοστό.Παρ' ότι κατά τη διάρκεια του έτους οι επίσημες νομισματικές Αρχές δεν υιοθέτησαν καμία από τις τεχνοκρατικές πρακτικές αποδυνάμωσης του νομίσματος εν τούτοις οι φήμες περί διάλυσης του ευρώ, περί εξόδου μελών από την ευρωζώνη, περί πτώχευσης κρατών-μελών του Νότου, περί αδυναμίας εξεύρεσης λύσης για την αναχρηματοδότηση του προβλήματος χρέους που έχουν τα περισσότερα μέλη της ένωσης επέφεραν ισχυρά χτυπήματα στην εξωτερική αξία του ευρώ.Πολλές φορές οι φήμες στηρίζονταν σε δηλώσεις Ευρωπαίων ηγετών και μάλιστα ηγετών-ταγών, οι οποίοι υποδαύλιζαν το κερδοσκοπικό παιχνίδι των δυνάμεων της αγοράς.Στη βάση αυτή το ευρώ κατά το 2010 υποτιμήθηκε έναντι του ιαπωνικού γεν κατά 23,55% , έναντι του ελβετικού φράγκου κατά 18,81%, έναντι του αμερικανικού δολαρίου κατά 9,69% και έναντι της βρετανικής στερλίνας κατά 4,86%.
Ο κ. Σαράντος Λέκκας είναι οικονομολόγος
(ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΚΕΡΔΟΣ ΣΤΙΣ 16/1/2011)