Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ

hhibafbf1Του Σαράντου Λέκκα
Επί σειρά δεκαετιών η αριστερή διανόηση με κάθε τρόπο και μέσο προπαγάνδιζε υπέρ της απλής αναλογικής και της ευρείας εκπροσώπησης κοινωνικών ομάδων στο ελληνικό κοινοβούλιο .
Τα χαμηλά ποσοστά που ελάμβαναν και ο διπολισμός που επικρατούσε, πολιτικά τους περιθωριοποιούσε οπότε, μετατρέποντας τους ευσεβείς πόθους τους σε εικασίες περί δικαιότερης εκπροσώπησης σε κάθε ευκαιρία επαναλάμβαναν το αίτημα περί απλής και ανόθευτης όπως ισχυρίζονταν αναλογικής .
Η κυβέρνηση Παπαδήμου αλλά και ειδικά η στάση του ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογικές αναμετρήσεις του 2012 αποδεικνύουν δυο πράγματα .
Πρώτον ότι δεν υπάρχει κουλτούρα συνεργασιών και δεύτερο ότι ορισμένοι θυμούνται την απλή αναλογική μόνο και όταν τα ποσοστά τους βρίσκονται περί του ορίου εισαγωγής (3%)στην ελληνική βουλή.
Προσωπικά πιστεύουμε ότι οι εκλογές δεν αποτελούν γκάλοπ καταμέτρησης δυνάμεων , πρέπει να δίνουν κυβερνήσεις και δει αυτοδύναμες, στο μέτρο του δυνατού , ώστε ο έλληνας ψηφοφόρος να επιβραβεύει ή να αποδοκιμάζει το κυβερνητικό έργο .
Ότι δεν υπάρχει κουλτούρα συνεργασιών και ότι ο καθένας εταίρος προσπαθεί να αποφύγει το κυβερνητικό κόστος διαφαίνεται ξεκάθαρα από το γεγονός ότι , παρότι η κυβέρνηση που πρόεκυψε μετά την εκλογική αναμέτρηση της 17ης Ιουνίου 2012 είναι η πρώτη πολυκομματική μετά την μεταπολίτευση και ότι διαμορφώθηκε με κεντρικό άξονα την διάσωση της χώρας από την οικονομική χρεοκοπία εν τούτοις ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ υιοθετούν κουτοπονηριές με σκοπό την λιγότερη δυνατή έκθεση τους.
Το ΠΑΣΟΚ συνεχίζει την πρακτική των κηπουρών του Γιώργου Παπανδρέου με το νέο πρόεδρο του Ευάγγελο Βενιζέλο να τοποθετεί σε θέσεις υπουργών αντί πολιτικών και εκλεγμένων πρόσωπων τους φίλους του.
Περίπου τη ίδια στάση κράτησε και η ΔΗΜΑΡ με την διάφορα ότι αντί φίλων του Προέδρου του τοποθέτησε σε θέσεις υπουργών εξωκοινοβουλευτικούς φίλους του κόμματος .
Προσωπικά πιστεύουμε ότι η υπέρ χρήση έξω-κοινοβουλευτικών υπουργών αποτελεί έλλειψη σεβασμού προς τους απλούς ψηφοφόρους οι οποίοι καλούνται μέσω εκλογών να αναδείξουν τους επομένους κυβερνήτες τους .
Επιπλέον το ψηφοδέλτιο Επικράτειας δίνει την δυνατότητα στους αρχηγούς των κόμματων να εκλέξουν δια της τοποθέτησης τους στην σχετική λίστα αναγνωρισμένες προσωπικότητες που για διάφορους λόγους δεν θέλουν να μπουν στην διαδικασία της επιλογής μέσω σταυρού προτίμησης .
Η χρησιμοποίηση καθηγητών πανεπιστήμιων σε τέτοιο εύρος είναι λάθος , διότι πέρα των προαναφερόμενων αποτελεί λύση πολίτικης ανάγκης για ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ στην βάση της περιορισμένης συμμετοχής που επέλεξαν και στην βάση της αδιανόητης για τα σημερινά κρίσιμα δεδομένα διατήρησης της αντιπολιτευτικής τους δυνατότητας.
Η σημερινή κυβέρνηση φέρει απόλυτα την σφραγίδα της ΝΔ .
Έτσι έπρεπε να γίνει αφού είναι το πρώτο και πιο ισχυρό κόμμα από αυτά που μετέχουν στην κυβέρνηση.
Το γεγονός όμως ότι τα μόνα αναγνωρίσιμα στελέχη της κυβέρνησης προέρχονται από την ΝΔ ενδεχόμενα να αποτελέσει και την αχίλλειο πτέρνα της αφού η πιθανότητα μονόπλευρης πίεσης είναι η πιο πιθανή και άρα η διασπορά του βάρους αντί των τριών θα μετατοπισθεί προς την πλευρά της ΝΔ με όλα όσα αρνητικά μπορεί να εμφανισθούν από μια τέτοια προοπτική.
Η συμμέτοχη σε μια κυβέρνηση είναι απόλυτη , δεν υπάρχει περιορισμένη συμμέτοχη , ούτε περιορισμένη ευθύνη .
Υπάρχει πίστη για την επιτυχία της με την παράλληλη μέγιστη δυνατή χρησιμοποίηση των πολιτικών μέσων που το κάθε κόμμα διαθέτει ώστε η αποτελεσματικότητα της να μην αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης των ικανοτήτων της .
Η εποχή που διανύουμε δεν προσφέρεται για κομματικές πρακτικές του παρελθόντος .
Η διακυβέρνηση της χώρας περνά μέσα από την συνεργασία και την άμβλυνση των ιδεολογικών διαφορών .
Όσοι νομίζουν ότι θα πατούν σε δυο βάρκες κάνουν λάθος .
Όπως η άτυπη συμμετοχή της ΝΔ στην κυβέρνηση Παπαδήμου είχε δυσανάλογο της συμμετοχής του κόμματος κόστος , έτσι και η συμμέτοχη ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ θα έχει μεγάλο κόστος σε περίπτωση αποτυχίας του τρικομματικής κυβέρνησης ανεξάρτητα τους στρουθοκαμηλισμού που επιδεικνύουν με την περιορισμένη συμμετοχή τους μέσω της τοποθέτησης προσωπικών και κομματικών φίλων σε θέσεις υπουργών .
ΛΕΚΚΑΣ ΣΑΡΑΝΤΟΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

   
ΛΕΚΚΑΣ  ΣΑΡΑΝΤΟΣ
 e-mail : salekkas@gmail .com                                     

        AΡΘΡO-ΤΙ ΜΑΣ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ ΑΣΤΟΧΙΑΣ

Τα περισσότερα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής έχουν ένα βασικό γνώρισμα , ρίχνουν το βάρος της προσαρμογής στην αρχή του προγράμματος παίρνοντας τον επιθετικό προσδιορισμό εμπροσθοβαρή.
Γιατί όμως η συνήθη πρακτική έχει τέτοια χαρακτηριστικά και γιατί οι περισσότεροι σχεδιαστές αυτών των προγραμμάτων επιζητούν την εφαρμογή με όρους αμεσότητας .
Συνήθως οι λόγοι δεν είναι αμιγώς οικονομικοί – τεχνοκρατικοί , τις περισσότερες φορές, για να μην ισχυριστούμε όλες τις φορές, το πολιτικό στοιχείο και οι σκοπιμότητες που το διακρίνουν επιβάλει την εμπροσθοραβή εφαρμογή .
Οι πολιτικοί θέλουν η δημοσιονομική προσαρμογή να πραγματοποιείται στην αρχή του πολιτικού κύκλου ώστε η πορεία προς τις κάλπες στο δεύτερο τουλάχιστον της θητείας τους να διέπεται από φιλολαϊκές πολιτικές .
Γνωρίζουν ότι η επανεκλογή τους δεν μπορεί να επιτευχθεί με συσταλτικές δημοσιονομικές πρακτικές και άρα όσο και εάν επιθυμούν την δημοσιονομική τάξη δεν μπορούν να ξεπεράσουν την βασική επιθυμία της πολιτικής τους ύπαρξης, αυτής της επανεκλογής τους .
Οι υπόλοιποι λόγοι  που επιβάλουν την εμπροσθοβαρή εφαρμογή ενός δημοσιονομικού προγράμματος, οικονομικοί – τεχνοκρατικοί –κοινωνικοί –ψυχολογικοί , έχουν να κάνουν με την  θεραπεία σοκ και τα χαρακτηριστικά που την διακρίνει .
Εξάλλου μια κοινωνία που έχει συνειδητοποίηση ένα  πρόβλημα  είναι περισσότερο δεκτική σε ρηξικέλευθες πολιτικές δράσεις ενώ έχει και περισσότερες αντοχές  αφού τα μέτρα έχουν συγκεκριμένο στόχο επιδιώκοντας την  άμεση αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Τι συμβαίνει όμως όταν το προς εφαρμογή πρόγραμμα δεν είναι το πρώτο αλλά το τρίτο συνεχόμενο , όπως συμβαίνει με το Μνημόνιο ΙΙΙ;
 Πόσο μπορεί να θεωρηθεί ως αποτελεσματική επιλογή μια εμπροστοβαρή εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος ;
Πως το βασικό χαρακτηριστικό ενός εμπροσταθαβούς προγράμματος η  θεραπεία σοκ  μπορεί να έχει ουσιαστική  δράση όταν έχουν προηγηθεί πέντε χρόνια ύφεσης ;
Κατά την περίοδο 2010-2012 ελήφθησαν δημοσιονομικά μέτρα 48,9 δις € με σκοπό την μείωση του ελλείμματος και την επαναφορά της ελληνικής οικονομίας σε υγιείς δημοσιονομικούς δρόμους .
Τα μέτρα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την μείωση του ΑΕΠ κατά την ίδια περίοδο, 2010-2012, κατά 28,2 δις € πράγμα που σημαίνει ότι ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής (δείκτης που δείχνει πόσο μειώνεται το ΑΕΠ  για κάθε ευρώ περικοπών ) καταγράφεται στο 0,58.
Με τα μέτρα των 48,9 δις € το έλλειμμα κατά την ίδια περίοδο περιορίστηκε κατά 23,2 δις € και από τα επίπεδα του 15,6 % του ΑΕΠ του 2009 έπεσε στο 6,6 % του ΑΕΠ το 2012,  πράγμα που σημαίνει ότι ο ‘πολλαπλασιαστής ελλείμματος ’έφθασε στο 0,48.
Το άνοιγμα μεταξύ των δυο πολλαπλασιαστών φθάνει το 0,10 ( ας χαρακτηρίσουμε τον συγκεκριμένο  συντελεστή ως συντελεστή αστοχίας των μέτρων ) κάτι που υποδηλώνει ότι τμήμα των δημοσιονομικών μέτρων ‘ καταστρέφει’ και υγιή στοιχεία του ΑΕΠ.
Η καταιγίδα των μέτρων μέχρι και το 2012 οδήγησε τους ιθύνοντες του ΔΝΤ να μιλούν για την αναθεώρηση του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή υιοθετώντας έμμεσα την άποψη ότι πλέον κάθε νέο μέτρο που θα λαμβάνεται θα έχει μεγαλύτερη επίπτωση στο ΑΕΠ της χώρας.
Κάνουν λόγο για πολλαπλασιαστή που κυμαίνεται στο εύρος μεταξύ 0,90 και 1,70.
Η εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού 2013 αναφέρει μέτρα με καθαρή εξοικονόμηση 9,3 δις € και παράλληλα κάνει λόγο για ΑΕΠ της τάξεως των  183 δις € μειωμένο κατά 10,9 δις € σε σχέση με το 2012.
Έμμεσα υπάρχει αποδοχή ενός δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή  της τάξεως του 1,17.
Επειδή όμως η μείωση του ΑΕΠ κατά το 2013 στα επίπεδα του 4,5% είναι καθαρά προϊόν συμβιβασμού μεταξύ του οικονομικού επιτελείου και της τρόικας φοβούμεθα ότι ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής  για το ύψος των μέτρων 9,3δις  € θα προσεγγίσει το 1,5 πράγμα που σημαίνει ότι μια σειρά μακροοικονομικών μεγεθών που ακολουθούν και αποτυπώνονται ως ποσοστό του ΑΕΠ θα αναθεωρηθούν προς τα χείρω.
Η κόπωση της δημοσιονομικής προσαρμογής αλλά και η συσσωρευμένη λιτότητα πλέον θα αποτυπώνεται με υψηλούς δείκτες  αστοχίας , διότι ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά ένα δείκτη αντοχών όλων εκείνων που καλούνται να θυσιάσουν μέρος της ευημερίας τους και του βιοτικού επιπέδου τους για να επιτύχει η περίφημη δημοσιονομική προσαρμογή .

  
           ΛΕΚΚΑΣ ΣΑΡΑΝΤΟΣ
             ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

Οι προφητείες των αναλυτών

Του ΣΑΡΑΝΤΟΥ ΛΕΚΚΑ
Είναι πασίγνωστη η ρήση για τους μετά Χριστό προφήτες και κυρίως ο χαρακτηρισμός που απευθύνεται σε όσους προχωρούν σε προβλέψεις και προγνώσεις.  Στον κόσμο των χρηματοοικονομικών οι εκτιμήσεις, οι προβλέψεις, οι προγνώσεις απασχολούν μία μεγάλη μερίδα επαγγελματιών οικονομολόγων που αμείβονται ιδιαίτερα ικανοποιητικά. Στις εκτιμήσεις αυτών των ανθρώπων βασίζονται φυσικά και νομικά πρόσωπα όταν προχωρούν σε επενδυτικές κινήσεις. Η πρόβλεψη για αρκετούς έχει αναχθεί σε επιστήμη. Μπορεί όμως να είναι επιστήμη κάποιος τομέας που ασχολείται με την πρόβλεψη του μέλλοντος;

Kατά την προσωπική μας άποψη όχι, κανένας δεν μπορεί να προβλέψει μελλοντικά γεγονότα και καταστάσεις που αφορούν στην οικονομία και τους παράγοντες που τη διαμορφώνουν.

Η πρόβλεψη απαιτεί γνώση των προθέσεων μίας σειράς παραμέτρων που στη βάση των σημερινών δεδομένων είναι αδύνατο να σχηματοποιηθεί.

Το εάν μία οικονομία θα αναπτυχθεί ή εάν αντίθετα θα συρρικνωθεί, δεν είναι αποτέλεσμα των αποφάσεων ενός φυσικού ή νομικού πρόσωπου, αφού η διαμόρφωση μίας συγκυρίας προϋποθέτει κοινές αποφάσεις πολλών φυσικών και νομικών πρόσωπων .

Η συνισταμένη των αποφάσεων δημιουργεί συγκύρια πλην όμως ο προκαθορισμός των αποφάσεων είναι αδύνατο να τεκμηριωθεί δεδομένου του πλήθους των παραμέτρων που το διαμορφώνουν.

Για τη δημιουργία μίας τάσης αναφορικά με την οικονομία στο σύνολό της, απαιτείται η κοινή αντίληψη μίας σειράς φυσικών και νομικών πρόσωπων.

Πώς, όμως, είναι δυνατόν να γνωρίζει κάποιος με ακρίβεια τις προθέσεις μίας κυβέρνησης για τη δημοσιονομική και νομισματική της πολιτική, τις προθέσεις μίας εταιρείας για την επενδυτική, παραγωγική και τεχνολογική της ανάπτυξη, τις προθέσεις των νοικοκυριών για το ύψος των προς κατανάλωση διαθεσίμων της και τέλος προθέσεις των μεμονωμένων ατόμων για το τι θα καταναλώσουν, τι θα αποταμιεύσουν και τι θα επενδύσουν;

Η γνώση όλων αυτών των παραμέτρων είναι αδύνατη, όπως εξίσου αδύνατη είναι η συναντίληψή τους, δεδομένου ότι, όπως προαναφέραμε, απαιτείται η συνισταμένη όλων για τη διαμόρφωση μίας συγκυρίας.

Στη βάση των ανωτέρω πρόβλεψη δεν μπορεί να υπάρξει.

Κανένας δεν μπορεί να προβλέψει το πέρασμα μίας οικονομίας από την ανάπτυξη στην ύφεση και αντίστροφα ή να προβλέψει την πορεία μίας αγοράς ή ενός κλάδου.

Παρ' όλα αυτά προβλέψεις γίνονται και μάλιστα διεκδικούν σημαντικότατη θέση στον κόσμο της οικονομίας.

Σε καθεστώς παγκοσμιοποίησης οι προβλέψεις - εκθέσεις των μεγάλων διεθνών χρηματοοικονομικών οίκων δημιουργούν τάσεις, χειραγωγούν επενδυτικές κινήσεις και γενικώς δίνουν την εντύπωση πως ορισμένα πρόσωπα έχουν τη θεία ικανότητα να προβλέψουν με ιδιαίτερη δεινότητα το μέλλον.

Οι ενασχολούμενοι με τη σύνταξη των εκθέσεων - προβλέψεων αμείβονται πλουσιοπάροχα διότι στην ουσία διαμορφώνουν υπόβαθρα πάνω στα οποία στηρίζονται οι επενδυτικές επιλογές νομικών κυρίως αλλά και φυσικών πρόσωπων.

Τις περισσότερες φορές οι προβλέψεις τους υποκρύπτουν συμφέροντα και ιδιοτέλειες.

Η έκφραση ευσεβών πόθων, η έκφραση συμφερόντων, συνήθως συνοδεύει τις προβλέψεις τους δημιουργώντας ψευδαισθήσεις στους μη γνωρίζοντες το μέγεθος της υποκειμενικότητας τους .

Σε περιόδους παχιών αγελάδων οι ενασχολούμενοι με τις προβλέψεις έχουν εύκολη δουλειά δεδομένου ότι οι τάσεις έχουν συγκεκριμένη κατεύθυνση και η επιβεβαίωσή τους δεν διαφέρει σε τίποτα από τη διάρρηξη ανοικτών θυρών.

Το δύσκολο είναι η πρόβλεψη γυρίσματος μίας αγοράς ή μίας οικονομίας από την ανάπτυξη στη στασιμότητα και την ύφεση και το αντίστροφο και όχι η επιβεβαίωση μίας τάσης, η οποία για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα είναι δεδομένη.

Ας θυμηθούμε για παράδειγμα την πλήρη αποτυχία των προβλέψεων κατά την αλλαγή πλεύσης των χρηματιστήριων και τη μεγάλη διόρθωση των τιμών τους κατά το δίμηνο Μάιος-Ιούνιος 2006.

Ακόμη και τις παραμονές της μεγάλης διόρθωσης η πλειονότητα των αναλυτών πίστευε ότι η ανοδική τάση των μετοχών που είχε ξεκινήσει τρία χρόνια νωρίτερα, τον Μάρτιο του 2003, θα συνεχιζόταν, έτσι και οι τιμές-στόχοι για συγκεκριμένες μετοχές συνεχώς μεταβάλλονταν με κατεύθυνση ανοδική.

Η αποτυχία ήταν μέγιστη.

Η αλλαγή κατεύθυνσης των χρηματιστήριων ως συνέπεια της πληθωριστικής υστερίας που είχε επεκταθεί σε Ευρώπη και ΗΠΑ αιφνιδίασε τους πάντες κυρίως για τη βιαιότητά της.

Η πλειονότητα των αναλυτών είχε πεισθεί για τις αντιπληθωριστικές ιδιότητες της παγκοσμιοποίησης, με αποτέλεσμα να πέσει θύμα της ψευδαίσθησης περί αέναης ανάπτυξης.

Το γύρισμα των αγορών που ξεκίνησε από τις αναδυόμενες αγορές και επεκτάθηκε σε όλες, ανεπτυγμένες και μη, δεν προβλέφθηκε από κανένα.

Μπορεί αρκετοί να ομιλούσαν κυρίως αναφερόμενοι στις αγορές των εμπορευμάτων, πρώτων υλών, μετάλλων, για αγορές που κινούνταν σε επίπεδα φούσκας και για ενδεχόμενη διάρθρωσή τους, όμως οι αναφορές τους ήταν αόριστες και χωρίς καμία αναφορά στον παράγοντα χρόνο.

Προβλέψεις χωρίς αναφορά σε ακριβή χρόνο είναι προβλέψεις χωρίς απολύτως κανένα αντίκρισμα .

Ο παράγοντας χρόνος και δη η απόλυτη ακρίβεια κάνει την πρόβλεψη εργαλείο αντιμετώπισης δύσκολων καταστάσεων πλην όμως, αναφερόμενοι στα χρηματοοικονομικά, ο εντοπισμός του ακριβούς χρόνου πραγματοποίησης μίας θετικής ή αρνητικής κατάστασης είναι αδύνατος για λόγους που προαναφέραμε .

Οπως και για την ακριβή πρόβλεψη πραγματοποίησης ενός σεισμού η μέχρι σήμερα θεωρητική προσέγγιση δεν μπορεί να δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις, έτσι και στον κόσμο της οικονομίας το υφιστάμενο θεωρητικό υπόβαθρο σε συνδυασμό με τις εμπειρικές γνώσεις δεν βοηθούν όσους θέλουν να ασχολούνται με τις προβλέψεις.

Η ρεαλιστική προσέγγιση των χρηματοοικονομικών προβλέψεων μας δίνει την άποψη πως ακριβείς προβλέψεις με βάση τον παράγοντα χρόνο δεν μπορούν να γίνουν.

Αυτή δυστυχώς είναι η πραγματικότητα, η οποία δεν αλλάζει παρ' όλες τις προσπάθειες αρκετών να μας πείσουν ότι μπορεί να προβλέψουν τις επερχόμενες μεταβολές.