Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

Τα αποτελέσματα της σκληρής λιτότητας

του Σαράντου Λέκκα
οικονομολόγου
Από την στιγμή που η γερμανική συνταγή επιλέγει ως τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης αναχρηματοδότησης του χρέους των κρατών –μελών του νότου λίγο πολύ  η πορεία των πραγμάτων ήταν αναμενόμενη.
Τόσο αναφορικά με την τύχη των πολιτικών που εκκλήθηκαν να την εφαρμόσουν, όσο και με την πορεία των βασικών οικονομικών και κοινωνικών μεγεθών. Η πολιτική της αυστηρής  λιτότητας και των ασφυκτικών χρονικών περιθωρίων είχε ως αποτέλεσμα την ρήξη του κοινωνικού ιστού , την πολιτική αποδοκιμασία των πολιτικών , την αύξηση της αβεβαιότητας και κυρίως την αλλαγή προσέγγισης της πραγματικότητας από τους απλούς πολίτες.
Η εφαρμογή προγραμμάτων λιτότητας σε όλα τα κράτη του νότου είτε αυτά συνδέονται με μνημόνια, είτε όχι, έχουν κοινά χαρακτηριστικά και το εντυπωσιακό κοινά αποτελέσματα. Ανεξάρτητα των διαρθρωτικών προβλημάτων, ανεξάρτητα του βάθους που έχουν αυτά τα προβλήματα, ανεξάρτητα τον τρόπο που αυτά προσεγγίζονται τα αποτελέσματα είναι πανομοιότυπα.
Η δημοσιονομική προσαρμογή ήδη έχει συμπληρώσει τρία χρόνια  στα περισσότερα κράτη του νότου ,όμως εκείνο που δια γυμνού οφθαλμού φαίνεται είναι η κόπωση των πολιτών και η αναζήτηση μιας άλλης προσέγγισης κυρίως προς την πλευρά αναπτυξιακών πολιτικών.
Τα πανομοιότυπα αποτελέσματα της σκληρής λιτότητας είναι η δυσκολία τιθάσευσης των ελλειμμάτων και η εξ αυτής μικρή έως μηδενική πιθανότητα δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων  ικανών να καλύπτουν τους τόκους των δανειακών υποχρεώσεων , η αύξηση του δημοσίου χρέους, η μείωση των εισαγωγών , η αύξηση των εξαγωγών , η μείωση του ανοίγματος του εξωτερικού ισοζυγίου και φυσικά η εκτόξευση της ανεργίας.
Τα πανομοιότυπα οικονομικά αποτελέσματα οδηγούν σε πανομοιότυπα κοινωνικά αλλά και πολιτικά αποτελέσματα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα η αύξηση της ανεργίας και δει της ανεργίας των νέων.
Η ρήξη του  κοινωνικού  ιστού, ο αποκλεισμός μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού καθώς και η έλλειψη προοπτικών δημιουργούν με την σειρά τους υπόβαθρα κοινωνικής έκρηξης.
Το πρώτο στάδιο της έκρηξης είναι η αποδοκιμασία του πολιτικού συστήματος και η εκλογική αποδοκιμασία των πολιτικών που υλοποιούν την γερμανική συνταγή. Τα τελευταία τρία χρόνια σε όλα τα κράτη του νότου αλλά και όχι μόνο, είχαμε εναλλαγή κυβερνήσεων χωρίς όμως στην ουσία η ανάλλαγη προσώπων να οδηγεί και σε εναλλαγή πολιτικών.
Η χρησιμοποίηση τεχνοκρατών , είτε σε επίπεδο πρωθυπουργού , είτε σε επίπεδο υπουργών δεν έδωσε λύσεις αντίθετα, η χρησιμοποίηση τους θεωρήθηκε από την πλειοψηφία των πολιτών ως πρακτική απομάκρυνσης από τις διαδικασίες που επιβάλει η δημοκρατία μέσω των εκλογών.
Θεωρήθηκαν αχυράνθρωποι και αποδοκιμάστηκαν, με κλασικό παράδειγμα του Ιταλού Μόντι όπου η εκλογική του τύχη είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα του τρόπου που αντιμετωπίζουν τους τεχνοκράτες οι απλοί πολίτες.
Η εναλλαγή προσώπων χωρίς την εναλλαγή πολιτικών εδραιώνει συνεχώς την άποψη που τείνει να γίνει πεποίθηση για μεγάλα τμήματα των κοινωνιών ότι οι εκλεγμένες κυβερνήσεις υπό την δαμόκλειο σπάθη των αγορών και της απουσίας χρηματοδότησης των υποχρεώσεων λειτουργούν ως πειθήνια όργανα μιας σκιώδους διακυβέρνησης.
Στην ουσία και χωρίς περιθώρια διαπραγμάτευσης οι εκλεγμένες κυβερνήσεις σύρονται στην υλοποίηση πολιτικών που διευρύνουν τα κοινωνικά χάσματα και φυσικά ανοίγουν τις κερκόπορτες της κοινωνικής έκρηξης.
Η συρρίκνωση των εισοδημάτων και του κοινωνικού κράτους, η απώλεια της αξιοπρεπείας, η αύξηση της αβεβαιότητας και η απουσία προοπτικών θα συνεχίσουν να επιβάλουν με βιαιότητα μια πρωτόγνωρη ισοπέδωση των δεδομένων διαβίωσης των πολιτών.
Όμως όλα έχουν τα όρια τους γι’αυτό και  επιβάλλεται πλέον η αλλαγή πολιτικής.
Πραγματικής πολιτικής διότι ο απλός πολίτης έχει κουραστεί να ακούει για προγράμματα στήριξης της πραγματικής οικονομίας, στήριξης της απασχόλησης, ενίσχυσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αναδιάταξης στόχων και παραγωγικών δομών, μείωσης επιτοκίων και πολλά ακόμη που  σε λεκτικό επίπεδο ακούγονται  ωραία  αλλά που ποτέ δεν υλοποιούνται.

    Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

    ΑΒΟΥΛΟΙ ΚΑΙ ΥΠΟΚΡΙΤΕΣ


    ΑΒΟΥΛΟΙ ΚΑΙ ΥΠΟΚΡΙΤΕΣ
    Το τρίτο πλαίσιο νομοθετικών μέτρων  κατά των διεθνών οίκων αξιολόγησης τέθηκε σε εφαρμογή από τις 20 Ιουνίου 2013 στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
    Τρίτο σε διάστημα τριών ετών και αυτό μετά από πιέσεις αλλά και αυτό μόνο  στην βάση δημιουργίας πλαισίου ελέγχου της δραστηριοποίησης των διεθνών οίκων.
    Οι βαρύγδουπες δηλώσεις για την δημιουργία ευρωπαϊκού οίκου αξιολόγησης ξεχάστηκαν ή για να είμαστε ακριβείς μεταφέρονται στο Δεκέμβριο του 2016 όταν τότε  η Κομισιόν θα πρέπει να υποβάλει σχετική έκθεση για την αναγκαιότητα σύστασης του.
    Πλέον οι ευρωπαίοι πολιτικοί αρέσκονται στην δημιουργία  μηχανισμών  ελέγχων. Φυσικά ξέρουν εκ των προτέρων ότι αξιόπιστοι μηχανισμοί ελέγχου των διεθνών οίκων δεν μπορούν εκ της φύσης των ελεγχόμενων να υπάρξουν. Απλά  θα υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι έπραξαν τα δέοντα αναφορικά με την αντιμετώπιση των μηχανισμών που έχουν μέγιστη ευθύνη για την  κρίση.
    Πλαίσιο νόμου που καθορίζει  εν μέρει τον τρόπο λειτουργίας , την μετοχική συμμετοχή στις αξιολογούμενες  οντότητες, την σύγκρουση συμφερόντων, την απαγόρευση ταυτόχρονης μετοχικής παρουσίας σε περισσότερους από ένα οίκο αξιολόγησης ,την δυνατότητα  προσφυγών για  αποζημίωση των θιγόμενων από τις αξιολογήσεις δεν αποτελεί παρά την εύκολη παρέμβαση. Μεσοβέζικες λύσεις δεν υπάρχουν.
    Εάν η ευρωπαϊκή ένωση θέλει να σέβεται την εμβέλεια της οντότητας της και του νομίσματος που την εκπροσωπεί στο διεθνές σύστημα τότε πρέπει να δημιουργήσει οργανισμό αξιολόγησης. Όταν η Κίνα διαθέτει δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ποιοι λόγοι επιβάλουν την απουσία ανάλογου στους κόλπους της Ένωσης.
    Είναι δυνατόν η ευρωπαϊκή ένωση να αποδέχεται αξιολογήσεις κρατών, επιχειρήσεων, τίτλων, μελών της από έξω-ευρωπαϊκούς οίκους; Είναι δυνατόν η ευρωπαϊκή ένωση να λειτουργεί με όρους που τις επιβάλουν τρίτοι; Είναι δυνατόν η ευρωπαϊκή ένωση να χρηματοδοτεί μέλη της στην βάση διαβάθμισης οίκων που δεν έχουν σχέση με το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι; Προφανώς όχι.
    Μια οικονομική οντότητα που δεν θέλει άμεσες και έμμεσες εξαρτήσεις  κινείται με τρόπους που την κάνουν πραγματικά ανεξάρτητη.
    Από τη  στιγμή που έχει θεσμοθετηθεί  μόνιμος μηχανισμός αντιμετώπισης των προβλημάτων χρέους των κρατών  - μελών  τότε είναι ευκαιρία να υπάρξει η θεσμοθέτηση ευρωπαϊκού οίκου αξιολόγησης.
    Εφόσον οι ευρωπαίοι πολιτικοί κάνουν την υπέρβαση τους προς την κατεύθυνση αντιμετώπισης των  μελλοντικών  κρίσεων χρέους για τα κράτη  - μέλη, τότε πρέπει να κάνουν ακόμη ένα ουσιαστικό βήμα  το οποίο να έχει σχέση με τον οριστικό απεγκλωβισμό τους από έξω-ευρωπαϊκούς οίκους αξιολόγησης.
    Εφόσον οι ευρωπαίοι πολιτικοί δεν προχωρούν σε μεταρρυθμίσεις ουσίας για τον χρηματοπιστωτικό τομέα  τότε το ελάχιστο που μπορούν να κάνουν είναι να δημιουργήσουν ένα εσωτερικό οργανισμό αξιολόγησης.
    Αναφερόμαστε στο ελάχιστο διότι όπως φαίνεται ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις  δεν πρόκειται να υπάρξουν παρά τις μεγάλες επιπτώσεις που καταγράφονται διεθνώς από την χρηματοπιστωτική κρίση.
    Εκτός εάν,  δεν μπορούν ούτε το ελάχιστο.
    Διότι όταν τα δεδομένα αλλάζουν και οι κυβερνήσεις ευελπιστούν στις αγορές ομολόγων και κεφαλαίων για να διαχειριστούν το πρόβλημα χρηματοδότησης τους τότε ακόμη και το ελάχιστο είναι ανυπέρβλητο.
    Δυστυχώς σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε.
    Στο σημείο που οι κυβερνήσεις παρακαλούν για μια καλή αξιολόγηση ώστε να  μπορούν να αναχρηματοδοτήσουν τα χρέη τους.
    Σε μια τέτοια κατάσταση το να ορθώνεις το ανάστημα στις αγορές πρέπει να θεωρείτε ισοδύναμο αυτοκτονίας εάν δεν υπάρχει συμπαγής αντιμετώπιση τους από το σύνολο των  κρατών μελών  της ένωσης.
    Επειδή η ομοφωνία είναι υπό τις παρούσες συνθήκες ουτοπία θα είμαστε αναγκασμένοι να ξαναζήσουμε το παρελθόν με πιο δυσμενείς όρους την επόμενη φορά.

    Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

    Διαγραφή χρέους και τράπεζες.

    15 Σεπτεμβρίου 2013

    του Σαράντου Λέκκα 
    Οικονομολόγου
    Τα μέχρι σήμερα  προβλήματα των ελληνικών τραπεζών  που εντοπίζονται στην άντληση ρευστότητας και στην ξαφνική απώλεια κεφαλαίων έχουν ως αιτία το ελληνικό δημόσιο.
    Δημιουργήθηκαν λόγω των δημοσιονομικών προβλημάτων της χώρας και κατ’επέκταση της απουσίας αξιόχρεου.
    Σε αντίθεση με το εξωτερικό όπου οι τράπεζες  δημιούργησαν πρόβλημα στα κράτη τους , στην Ελλάδα τα πιστωτικά ιδρύματα δεν αποτελούσαν μέρος του προβλήματος. Βρίσκονται σε πιστωτική ασφυξία εξαιτίας του προβλήματος αποπληρωμής του ελληνικού χρέους και της δημοσιονομικής εκτροπής.
    Το εγχώριο πολιτικό  προσωπικό της χώρας έκανε διαχρονικά ότι ήταν δυνατό για να γκρεμίσει το βασικό υπόβαθρο της ελληνικής οικονομίας, το εγχώριο πιστωτικό σύστημα. Καταρχήν το μέγιστο έγκλημα του ήταν η διόγκωση του δημοσίου χρέους μέσω πολιτικών διεύρυνσης των ελλειμμάτων.
    Στην συνέχεια με την ‘οικειοθελή ’συμμέτοχη των Τραπεζών στο PSI όπου οι τράπεζες πλήρωσαν ακριβά την υποτιθέμενη διάσωση της ελληνικής οικονομίας.
    Αναφερόμαστε στην υποτιθέμενη διάσωση της ελληνικής οικονομίας διότι όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού 2013 ενώ η μείωση του χρέους από το PSI ήταν 106 δις € σε απόλυτο μέγεθος η τελική μείωση του χρέους έφθασε μόνο τα 15 δις € , ενώ ως ποσοστό του ΑΕΠ το χρέος σημείωσε και αύξηση κατά 4,2%.
    Σε απόλυτα νούμερα μειώθηκε μόνο κατά 15 δις € διότι ενώ από το PSI μειώθηκε κατά 106 δις € στην συνέχεια μια σειρά από απώλειες –ελλείμματα ελαχιστοποίησαν τις υποτιθέμενες ευεργετικές ιδιότητες του κουρέματος των ομόλογων. Δυστυχώς το σαθρό δημόσιο καλύπτει κάθε θυσία και  κάθε προσπάθεια.
    Παραταύτα η επιβάρυνση των τραπεζών από το PSI είναι μεγάλη παρόλο που οι ισχυρές συστημικές τράπεζες υπερβάλλοντας εαυτό κατάφεραν να διατηρήσουν την αυτοτέλεια τους ξεπερνώντας το ελάχιστο  όριο του 10% που είχε τεθεί.
    Στο ερώτημα τι μέλει γενέσθαι, η απάντηση με δεδομένο ότι  σε αντίθεση με το εξωτερικό όπου οι τράπεζες  δημιούργησαν πρόβλημα στα κράτη τους , στην Ελλάδα τα πιστωτικά είναι στην ουσία θύματα –όμηροι των προβλημάτων του δημοσίου τομέα, βρίσκεται στη διαγραφή μέρους του δημοσίου χρέους.
    Μέχρι και τα τέλη Μάιου 2013 από το συνολικό πακέτο των 50 δις € (αντιστοιχεί στο 28% του ΑΕΠ) που αφορούσε στην ανακεφαλαιοποίηση των εγχώριων τραπεζών είχαν εκταμιευτεί 48,2 δις € ήτοι , το 96,4% επί του συνόλου.
    Με δεδομένο ότι μετά και την επίσκεψη του προέδρου του eurogroup κ. Ντάισελμπλουμ στα τέλη Μαΐου 2013 άνοιξε η φιλολογία για το ενδεχόμενο κούρεμα του δημοσίου χρέους στα πλαίσια της επανεξέτασης της βιωσιμότητας του τον Απρίλιο του 2014 όπως και η προοπτική της απευθείας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών έστω και ετεροχρονισμένα από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στήριξης –ESM, η λύση στο θέμα της επιστροφής των κεφαλαίων ανακεφαλαιοποίησης δίνεται μέσω της διαγραφής ενός σημαντικού τμήματος του.
    Ήδη η τρόικα σε αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία δέχεται την μη καταγραφή των δαπανών που αφορούν την στήριξη των ελληνικών τραπεζών στο ετήσιο έλλειμμα, πράγμα που σημαίνει ότι σε ένα επόμενο στάδιο δεν θα είναι αρνητική στην διαγραφή ενός τμήματος του.
    Με τα σημερινά δεδομένα ο ιδιωτικός χαρακτήρας των συστημικών τραπεζών στηρίζεται στο 10-19% των ανακεφαλαιοποιημένων  κεφαλαίων ενώ το υπόλοιπο βρίσκεται στα χέρια του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας -ΤΧΣ.
    Θεωρητικά και σε βάθος πενταετίας απαιτείται επιστροφή των κεφαλαίων στο ΤΧΣ ώστε να μην υπάρξει ιδιοκτησιακή μεταβολή.
    Εάν ετεροχρονισμένα η ανακεφαλαιοποίηση πραγματοποιηθεί από το ESM τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος η αδυναμία εξαγοράς των προνομιούχων μέτοχων να καταστήσει κύριο μέτοχο το ESM, δηλαδή ένα ταμείο που δεν θα ελέγχεται από το ελληνικό δημόσιο.
    Στην βάση αυτή θα είναι μέγιστο λάθος η μεταφορά των κεφαλαίων ανακεφαλαιοποίησης από το ΤΧΣ στο ESM και μάλιστα ισοδύναμης εμβέλειας με τις απώλειες από το PSI.
    Κατά την προσωπική μας άποψη εφόσον τίθεται θέμα ελάφρυνσης του χρέους η πιο εθνικά ωφέλιμη επιλογή θα είναι και η διαγραφή
    ενός τμήματος που αφόρα την ανακεφαλαιοποίηση ώστε και τα συστημικά πιστωτικά ιδρύματα να κινηθούν χωρίς  βαρίδια και η ελληνική οικονομία να στηριχτεί στον βασικό της πυλώνα, που εκ των πραγμάτων είναι οι τράπεζες, για την έξοδο της από τον φαύλο κύκλο της λιτότητας, της μειωμένης οικονομικής δραστηριότητας και κυρίως της κοινωνικά απαράδεκτης ανεργίας.