Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010

Οι τράπεζες, το καλάθι της νοικοκυράς και η ψυχολογία.
Του Σαράντου Λέκκα
Η χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών καθορίζει εν πολλοίς την ομαλή ή όχι αποπληρωμή των υποχρεώσεων που έχουν αναλάβει έναντι τρίτων.Ειδικά το διαθέσιμο εισόδημά τους είναι καθοριστικός παράγοντας αθέτησης ή όχι των συμφωνιών που έχουν πραγματοποιήσει.Στη βάση αυτή η δημοσιονομική κατάσταση μιας οικονομίας προσδιορίζει όρους βελτίωσης ή χειροτέρευσης της χρηματοοικονομικής κατάστασης των νοικοκυριών και κατ’ επέκταση του διαθέσιμου εισοδήματος των φυσικών προσώπων.Η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας μας είναι γνωστή.Η επιστροφή στη δημοσιονομική ορθοδοξία περνά από την αύξηση των εσόδων, δηλαδή μέσω της αύξησης των φόρων και από τη μείωση των δαπανών δηλαδή μέσω αυστηρής εισοδηματικής πολιτικής.Επίσης η υφεσιακή κατάσταση αλλοιώνει τους εργασιακούς όρους είτε μερικώς μέσω της υποαπασχόλησης είτε ολικώς μέσω των απολύσεων.Η ανεργία στην Ελλάδα παίρνει πρωτόγνωρες διαστάσεις ενισχύοντας την αβεβαιότητα των ελληνικών νοικοκυριών.Το πλαίσιο που περιγράψαμε έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των ελληνικών νοικοκυριών, κάτι που οδηγεί στην αθέτηση υποχρεώσεων που έχουν λάβει μέσω δανείων (στεγαστικών -καταναλωτικών - προσωπικών) από τις τράπεζες.Οι καθυστερήσεις στην αποπληρωμή των υποχρεώσεων ή η παύση των πληρωμών έχουν αυξήσει τα μη εξυπηρετούμενα προβληματικά δάνεια και φυσικά τις προβλέψεις των τραπεζών.Η αύξηση των προβλέψεων οδηγεί σε λιγότερα κέρδη ή σε καθόλου κέρδη, πράγμα που σημαίνει ότι πλήττεται ευθέως η χρηματοοικονομική κατάσταση των τραπεζών.Η αλληλοσύνδεση της πραγματικής με τη χρηματική οικονομία είναι περισσότερο εμφανής σε περιόδους χρηματοοικονομικών κρίσεων, δεδομένου ότι σε χαλαρές περιόδους υψηλής ρευστότητας και μικρού κόστους χρήματος η ευφορία που δημιουργείται καλύπτει περίτεχνα πτυχές της παγκοσμιοποίησης.Η κακή δημοσιονομική κατάσταση της χώρας και η ανάγκη κάλυψης των ελλειμμάτων έχει οδηγήσει στην αύξηση του κόστους χρήματος για ολόκληρη την οικονομία.Οταν η μείωση της αξιοπιστίας της χώρας αυξάνει τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, τότε είναι φυσικό η αύξηση του κόστους χρήματος να περάσει στις τράπεζες, στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις.Αύξηση του κόστος αποπληρωμής των υποχρεώσεων έναντι των τραπεζών σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι θα αυξήσει τα μη εξυπηρετούμενα τραπεζικά δάνεια. Πέρα από τις επιπτώσεις της άσχημης δημοσιονομικής και οικονομικής συγκυρίας στην ομαλή αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων, αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα προέλθει και μέσα από τη νομοθετική παρέμβαση για τη ρύθμιση φυσικών και νομικών προσώπων και δει στο τμήμα που αφορά τις ενήμερες οφειλές και στην εφεξής δυνατότητα περιόδου χάριτος ενός έτους, χωρίς καταβολή τόκων και κεφαλαίου ή διετούς αναστολής χρεολυσιών ή τριετούς παράτασης αποπληρωμής του δανείου, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.Πολλοί εστιάζουν μόνο στην παράμετρο μείωσης των κερδών των τραπεζών από την αύξηση των προβλέψεων από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.Ο εστιασμός αυτός είναι λάθος και άκρως λαϊκίστικος, διότι κάθε νόμισμα έχει δύο πλευρές.Η δεύτερη πλευρά από την αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι το κλείσιμο της στρόφιγγας ή η αυστηροποίηση των όρων χορήγησης νέων δανείων, κάτι που θα δημιουργήσει μεγαλύτερα προβλήματα, ειδικά στον αναπτυξιακό τομέα της πραγματικής οικονομίας.Είναι φυσικό οι τράπεζες να παρουσιασθούν διστακτικές σε νέες χρηματοδοτήσεις όταν το οικονομικό και πιστωτικό περιβάλλον είναι αρνητικό, όπως και οι ιδιώτες και οι επιχειρήσεις είναι εξίσου διστακτικές να ζητήσουν δάνεια όταν η χρηματοοικονομική κατάστασή τους χειροτερεύει. Χωρίς πίστη για το αύριο και χωρίς αισιόδοξες προοπτικές το μέλλον θα είναι ζοφερό.Αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους, διότι το να δημιουργούμε εσωτερικούς εχθρούς και να μεταφέρει ευθύνες ο ένας στον άλλον, το δημοσιονομικό και αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας δεν πρόκυπτε να επιλυθεί.Η οικονομία είναι ψυχολογία. Οσο η ψυχολογία θα είναι χαμηλή ή ανύπαρκτη τότε η αντιμετώπιση των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας δεν θα είναι ούτε χρονικά ούτε ποιοτικά εφικτή.
Ο κ. Σαράντος Λέκκας είναι οικονομολόγος.
(ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΚΕΡΔΟΣ ΣΤΙΣ 28/2/2010).

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

Γιατί η ΕΚΤ στήριξε τα πιστωτικά ιδρύματα.
Tου Σαρ. Λέκκα
Οι πρακτικές αύξησης της ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα - ΕΚΤ οδήγησαν στην επανάκτηση της εμπιστοσύνης, αφού οι τράπεζες ωθούνται πλέον να διοχετεύουν προς τις άλλες τράπεζες την πλεονάζουσα ρευστότητά τους, δεδομένου ότι η κατάθεση στο ευρωσύστημα δεν είναι πλέον επικερδής, ενώ από την άλλη πλευρά οι τράπεζες που επιζητούν ρευστότητα την αποκτούν μέσω της διατραπεζικής με χαμηλότερο κόστος.Γιατί όμως η ΕΚΤ έδωσε τέτοια βαρύτητα στα πιστωτικά ιδρύματα και όχι στις αγορές ομολόγων όπως έκαναν οι ΗΠΑ;Η απάντηση δίδεται μέσω της χρηματοπιστωτικής διάρθρωσης ευρωζώνης και ΗΠΑ.Στη ζώνη του ευρώ το 70% της χρηματοδότησης προέρχεται από τις τράπεζες έναντι 30% στις ΗΠΑ.Τα τραπεζικά δάνεια προς τον ιδιωτικό τομέα στην ευρωζώνη την περίοδο της κρίσης ανέρχονταν στα επίπεδα του 145% του ΑΕΠ, ενώ τα ιδιωτικά ομόλογα ανέρχονταν στα επίπεδα του 81% του ΑΕΠ.Τα αντίστοιχα στις ΗΠΑ ήταν 63% και 168%.Στην ουσία στην ευρωζώνη τα 2/3 της χρηματοδότησης προέρχονται από τα τραπεζικά δάνεια και το 1/3 από τις αγορές χρήματος και κεφαλαίων, δηλαδή το ευρωπαϊκό σύστημα είναι τραπεζοκεντρικό σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, που το κύριο μέρος της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα επιτυγχάνεται μέσω της έκδοσης εταιρικών ομολόγων.Αυτή η διαφορά εξηγεί το γιατί η ΕΚΤ και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προστάτευσαν τις τράπεζες, ενώ η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ προστάτευσε τις αγορές ομολόγων με την πραγματοποίηση αγορών μεγάλης κλίμακας βραχυπρόθεσμων ομολόγων του ιδιωτικού τομέα.Στη βάση επομένως της συμφωνίας που επετεύχθη στις 12 Οκτωβρίου 2008 μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τα πακέτα στήριξης του τραπεζικού τομέα έφθασαν τα 3,63 τρισ. ευρώ, που ως ποσοστό επί του ΑΕΠ των «27» έφθασαν το 25%.Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος όμως των 3,63 τρισ. ευρώ, περίπου το 20% του ΑΕΠ, δηλαδή περί τα 2,9 τρισ. ευρώ δεν αποτελεί παροχή ζεστού χρήματος αλλά εγγυήσεις για λήψη δανείων.Στην ουσία το ζεστό χρήμα υπό τη μορφή κεφαλαιακής ενίσχυσης έφθασε τα 726 εκατ. ευρώ. Στο πλαίσιο αυτό τον Νοέμβριο του 2008 ψηφίσθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων ο Νομός 3723/2008 με στόχο την ενίσχυση της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών αλλά και γενικότερα την αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργούσε η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Τα βασικά στοιχεία του νόμου ήταν:- Η μέχρι 5 δισ. ευρώ κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών με απόκτηση προνομιούχων μετοχών.- Η μέχρι 15 δισ. ευρώ παροχή εγγυήσεων διά λήψης δανείων διαρκείας μέχρι 5 έτη.- Η μέχρι 8 δισ. ευρώ έκδοση ομολόγων διαρκείας έως 3 έτη για να χρησιμοποιούνται ως ενέχυρο για τη λήψη δανείων είτε από την ΕΚΤ είτε από τη διατραπεζική αγορά.Τόσο από την κεφαλαιακή ενίσχυση όσο και από την παροχή εγγυήσεων το ελληνικό Δημόσιο λαμβάνει προμήθειες, στηρίζοντας τα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού.Τα έσοδα αυτά για το 2009 ήταν της τάξεως των 55 εκατ. ευρώ, ενώ για το 2010 υπολογίζονται στα 280 εκατ. ευρώ.Μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου 2009 είχε εγκριθεί κεφαλαιακή ενίσχυση για 10 τράπεζες ύψους 3,8 δισ. ευρώ, τρεις τράπεζες είχαν χρησιμοποιήσει το μέτρο των εγγυήσεων ύψους 3 δισ. ευρώ, ενώ 10 τράπεζες είχαν αντλήσει ρευστότητα 4,4 δισ. ευρώ με ενέχυρο τίτλους του ελληνικού Δημοσίου.Δηλαδή, από τα 28 δισ. ευρώ οι ελληνικές τράπεζες έχουν χρησιμοποιήσει τα 11,2 δισ. ευρώ, δηλαδή το 40%, ενώ υπό τη μορφή του πρωτογενούς ζεστού χρήματος έχουν αντλήσει το 76% του θεσμοθετημένου ορίου των 5 δισ. ευρώ.
Ο κ. Σαράντος Λέκκας είναι οικονομολόγος.
(ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΚΕΡΔΟΣ ΣΤΙΣ 21/2/2010)

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2010

Αναζητώντας αναπτυξιακές πρωτοβουλίες.
Του Σαράντου Λέκκα, Οικονομολόγου.
Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος ειδήμων για να καταλάβει ότι δίδεται μεγάλη βαρύτητα στο δημόσιο χρέος και στο υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα με παράλληλη απουσία αναπτυξιακών πρωτοβουλιών. Μπορεί ο δανεισμός και η κάλυψη των δημοσιονομικών αναγκών να έχει τεθεί ως πρώτη προτεραιότητα πλην όμως η απουσία πολιτικών που θα οδηγήσουν στην αύξηση του εγχώριου προϊόντος είναι λάθος και αυτό διότι εάν η παραγωγική μηχανή της χώρας δεν πάρει ξανά μπροστά τότε οι υπολογισμοί που αφορούν κυρίως τα έσοδα θα πρέπει να θεωρηθούν εξωπραγματικοί.Η συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας δεν λειτουργεί υποβοηθητικά σε πολιτικές άντλησης εσόδων, το αντίθετο μάλιστα αφού απομακρύνει τους στόχους από την πραγματικότητα. Από την άλλη πλευρά τα δημόσια έξοδα αυξάνονται παρ' ότι η κυρίαρχη σκέψη θέλει τη μείωσή τους. Σε περιόδους αύξησης της ανεργίας είναι απόλυτα λογικό να αυξάνονται οι δαπάνες επιδομάτων ανεργίας και γενικότερα οι μηχανισμοί κοινωνικών παρεμβάσεων.Εάν λάβουμε υπόψη ότι η ανεργία από τα επίπεδα του 7,8% που καταγραφόταν τον Νοέμβριο του 2008 έφθασε στα επίπεδα του 10,6% τον Νοέμβριο του 2009, που σημαίνει 532 χιλιάδες άνεργοι και εάν λάβουμε υπόψη ότι μέχρι και το 2012 η ανεργία αναμένεται να έχει ανοδική πορεία, τότε όχι μόνο οι δημόσιες δαπάνες αλλά και η κοινωνική ασφάλιση θα νιώσουν ισχυρές πιέσεις. Να θυμίσουμε ότι η ανεργία μεταξύ Οκτωβρίου 2008 και Οκτωβρίου 2009 αυξήθηκε κατά 124 περίπου χιλιάδες ή κατά 33,8%.Η ελληνική οικονομία προσγειώνεται και το βέβαιο είναι ότι μέχρι να ισορροπήσει σε χαμηλότερα επίπεδα, παραγωγή, απασχόληση και επενδύσεις θα προσαρμοσθούν ανάλογα. Ο παραγωγικός και αναπτυξιακός ορίζοντας συνεχίζει να συρρικνώνεται. Η βιομηχανία περνάει δύσκολες στιγμές με τον βιομηχανικό τζίρο τον Νοέμβριο του 2009 σε ετήσια βάση να καταγράφει μείωση κατά 9,5%, ενώ το ίδιο διάστημα οι βιομηχανικές παραγγελίες μειώθηκαν κατά 11,6%.Στη βάση αυτή η βιομηχανική παραγωγή συνεχώς μειώνεται με ισχυρό αντίκτυπο στην απασχόληση, η οποία ακολουθεί όπως είναι αναμενόμενο πτωτική πορεία. Οι τιμές κινούνται σε υψηλά επίπεδα έναντι του μέσου ευρωπαϊκού μέσου όρου.Ο πληθωρισμός τον Ιανουάριο του 2010 μπορεί να έπεσε στο 2,4% έναντι 2,6% του Δεκεμβρίου 2009, όμως το πληθωριστικό υπόβαθρο υπάρχει και το διαμορφώνει η εκτελεστική εξουσία, όπως για παράδειγμα με τις αυξήσεις στα διόδια και τα τέλη κυκλοφορίας, οι πωλήσεις των αυτοκινήτων μειώνονται (18,4% το 2009), ενώ οι εξαγωγές συνεχίζουν τον κατηφορικό τους δρόμο.Εάν λάβουμε υπόψη ότι ναυτιλία και τουρισμός από τις σημαντικότερες βιομηχανίες του τόπου μας περνούν δύσκολες στιγμές, τότε εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι η ελληνική οικονομία τώρα βρίσκεται υπό την πίεση των δυσμενών επιπτώσεων της χρηματοπιστωτικής κρίσης.Είναι ευρύτερα γνωστό ότι η ελληνική οικονομία επηρεάζεται θετικά ή αρνητικά από όσα λαμβάνουν χώρα στο εξωτερικό με χρονική υστέρηση και αυτό διότι απαιτείται αρκετός χρόνος για να επηρεασθούν οι περιφερειακές χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης όπως η Ελλάδα από τα όσα συντελούνται στο κέντρο της.Εξάλλου το μέγεθος της οικονομίας μας, οι μικρές για τα δεδομένα της Ενωσης εμπορικές συναλλαγές, καθώς και ο εσωστρεφής χαρακτήρας της έχει ως αποτέλεσμα τα όποια μηνύματα να έρχονται με χρονική υστέρηση. Το άσχημο σε αυτή την περίπτωση είναι ότι εφόσον βρισκόμαστε σε διαφορετικές φάσεις συγκυριών και εφόσον το πιθανότερο σενάριο θέλει την άρση των βοηθητικών μέσων εξόδου από την κρίση κατά την άνοιξη του 2010, η χώρα μας ενδέχεται να βρεθεί σε κλοιό μεγαλύτερων πιέσεων.Αυτή την περίοδο εάν λάβουμε υπόψη τα όσα διαδραματίζονται στην ελληνική οικονομία το μεγαλύτερο πρόβλημα κατά την προσωπική μας άποψη τόσο για τον δημόσιο τομέα όσο και για τον ιδιωτικό τομέα είναι η χρηματοδότηση. Το ελληνικό Δημόσιο χρειάζεται 55 δισ. ευρώ σύμφωνα με τον επίσημο προγραμματισμό.Ακόμη και εάν δεχθούμε ότι το τελικό ποσό θα είναι αυτό - η ιστορία έχει δείξει ότι συνήθως δανειζόμαστε περισσότερα από αυτά που αρχικά έχουμε υπολογίσει - η δυσκολία άντλησής του πέρα από το γνωστό έλλειμμα αξιοπιστίας της χώρας είναι και το υπαρκτό γεγονός της αναζήτησης κεφαλαίων από όλες τις χώρες για την κάλυψη των ελλειμμάτων που άφησε η κρίση.Το ελληνικό Δημόσιο δανείζεται ακριβά ακόμη και σε βραχυπρόθεσμες περιόδους. Τα τελευταία 3μηνα έντοκα κατέγραψαν επιτόκιο 1,67% δηλαδή επιτόκιο 5 φορές μεγαλύτερο από το αντίστοιχο του Οκτωβρίου 2009 που καταγραφόταν στο 0,35%. Οταν το ελληνικό Δημόσιο δανείζεται ακριβά, εξίσου ακριβά δανείζονται και οι τράπεζες, οπότε η αύξηση του κόστους χρήματος θα διαπεράσει ολόκληρη την ελληνική οικονομία τους επόμενους μήνες. Ηδη υπάρχουν διαμαρτυρίες για την πιστωτική επέκταση, αφού ο στόχος του 10% για το 2009 δεν καλύπτεται ούτε κατά το ήμισυ μιας και τον Νοέμβριο καταγραφόταν στο 3,6%.Αυτοί που διαμαρτύρονται ξεχνούν δύο πράγματα. Σε περιόδους αυξημένων αβεβαιοτήτων το χρήμα ούτε επενδύεται ούτε καταναλώνεται. Το χρήμα αποθησαυρίζεται είτε στις τράπεζες είτε οπουδήποτε αλλού. Από την άλλη πλευρά η αλληλοσύνδεση του χρηματοπιστωτικού με τον πραγματικό τομέα και για όσο χρονικό διάστημα η πραγματική οικονομία συρρικνώνεται, δημιουργώντας συνεχώς θύματα είτε με λουκέτα εταιρειών είτε με απολύσεις, οδηγεί στην αύξηση των επισφαλειών για τις τράπεζες και στην ανάγκη αναζήτησης κεφαλαίων για αυξημένους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας.Το τελευταίο σημαίνει και λιγότερες πιστώσεις οι οποίες εκ των πραγμάτων μπορεί να είναι μικρότερες είτε διότι δεν υπάρχουν αποδέκτες κεφαλαίων είτε δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι δείκτες αξιόχρεου που απαιτούνται για τις δανειοδοτήσεις.Πολλές φορές η εκτελεστική εξουσία με πολιτικό σκεπτικό και θέλοντας να λειτουργήσει βοηθητικά για συγκεκριμένους κλάδους που έχουν προβλήματα ρευστότητας νομοθετεί μονόπλευρα δημιουργώντας προβλήματα στους διαμορφωτές της πιστωτικής επέκτασης ανοίγοντας καταστάσεις που δεν έχει χαρτογραφήσει.Το ελληνικό Δημόσιο πρέπει να διαμορφώνει με τις πολιτικές του υπόβαθρα όσο το δυνατόν μικρότερου κόστους χρήματος τόσο για το ίδιο όσο και για την υπόλοιπη οικονομία. Το ελληνικό Δημόσιο πρέπει να αποφεύγει ισοπεδωτικές αναφορές, όπως για παράδειγμα την εφαρμογή πόθεν έσχες για τις τραπεζικές καταθέσεις που είχαν ως αποτέλεσμα την εκροή καταθέσεων άνω των 5 δισ. ευρώ κατά τις συντηρητικότερες εκτιμήσεις.Το ελληνικό Δημόσιο θα πρέπει να πάψει να νομοθετεί με σκοπό την παρέμβαση στη λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων. Αλλο πράγμα να διαμορφώνει τους όρους και τα πλαίσια δράσης και άλλο να συνδιοικεί με τα νομοθετήματά του. Το ελληνικό Δημόσιο πρέπει να ενεργοποιεί άμεσα και ολικά τους αναπτυξιακούς μηχανισμούς που διαθέτει. Είναι απαράδεκτο τρία χρόνια μετά την έναρξη του ΕΣΠΑ 2007 - 2013 το ποσοστό απορρόφησης να είναι 3,6%.
Είναι απαράδεκτο να αναζητούμε Αναπτυξιακό Νόμο εν μέσω ύφεσης και εξίσου απαράδεκτο μηχανισμοί ρευστότητας όπως το ΤΕΜΠΤΕ, τα ΣΔΙΤ κτλ. να υπολειτουργούν. Το ελληνικό Δημόσιο πρέπει να δρα αναπτυξιακά κυρίως μέσω του ΠΔΕ το οποίο πρέπει να μείνει απέξω από κάθε πολιτική συρρίκνωσης των δημοσίων δαπανών.
(ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΚΕΡΔΟΣ ΣΤΙΣ 13/2/2010).

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2010

Περί φόρων και φορολογικής αντοχής.
ΤΟΥ ΣΑΡ. ΛΕΚΚΑ
Σε κάθε οικονομία υπάρχουν οι βασικές φορολογικές πηγές, το εισόδημα, τα κέρδη των επιχειρήσεων, η κατανάλωση, η περιουσία και το αυτοκίνητο.Το ίδιο συμβαίνει και με την ελληνική οικονομία, όλες αυτές οι πηγές συμβάλλουν στην κάλυψη του μεγαλύτερου μέρους των εσόδων της.
Θεωρούνται ιερές φορολογικές αγελάδεςΚατά διαστήματα ο παραγωγός - φορολογούμενος εκτρέφει και άλλες αγελάδες, οι οποίες μπορεί μεν να μην θεωρούνται ιερές πλην όμως δίνουν αξιοθαύμαστα αποτελέσματα.Τις περισσότερες φορές και για όσο χρονικό διάστημα το αποτέλεσμα της παραγωγικότητας αυτών των αγελάδων δεν είναι άξιο προσοχής των εισπρακτικών μηχανισμών του κράτους, οι παραγωγοί καρπώνονται οφέλη χωρίς να δίνουν σημαντικό φόρο.Από τη στιγμή όμως που η φορολογητέα ύλη γίνεται αξία προσοχής από τους εισπρακτικούς μηχανισμούς τότε τα πράγματα αλλάζουν.Το κράτος μέσω φορολογίας εισπράττει ένα μέρος και η αγελάδα παύει να δίνει γάλα μόνο στον παραγωγό της.Το ερώτημα που κάθε φορά μπαίνει με τη φορολόγηση έχει να κάνει με το άριστο και δίκαιο επίπεδο της.Το χαμηλό επίπεδο φορολόγησης, υπoφορολόγηση είναι η μια πλευρά του νομίσματος, η άλλη είναι το υψηλό ή υψηλότατο επίπεδο φορολόγησης η υπερφορολόγηση.Το άριστο μέγεθος της φορολόγησης είναι όταν η ελαστικότητα των φόρων είναι ίση με τη μονάδα.Δηλαδή για κάθε ευρώ αύξησης του εγχώριου προϊόντος η αντίστοιχη αύξηση της φορολόγησης πρέπει να είναι σε αντίστοιχο ακριβώς μέγεθος.Για παράδειγμα, η ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ της χώρας για το 2010 είναι της τάξεως του 1,7% ενώ η υπολογιζόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων είναι της τάξεως του 7%, πράγμα που σημαίνει ότι η τάση μεταβολής των φορολογικών εσόδων, δηλαδή η ελαστικότητα των φόρων, είναι της τάξεως του 4,14.Κάθε μέγεθος άνω της μονάδος δείχνει υπερφορολόγηση, κάτι που καταγράφεται για το 2010 όπου η ελαστικότητα των φόρων φθάνει στο 4,14!!!!!!Τα υψηλά επίπεδα μεταβολής των φορολογικών εσόδων αποτελούν ένδειξη ότι τα προσδοκώμενα έσοδα της χρονιάς δεν θα έχουν καμία σχέση με αυτά που τελικά θα εισπραχθούν.Το είδαμε ξεκάθαρα το 2009 όπου τελικά η μεταβολή των φορολογικών εσόδων ήταν αρνητική κατά 2,32 και επίσης αρνητική κατά 23,35!!!!! η μεταβολή των εσόδων του ΦΠΑ όταν οι αρχικοί στόχοι ήταν 2,25% και 1,82% αντίστοιχα.Λαϊκότερα θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι οι φορολογικές αρχές πήγαν για μαλλί και βγήκαν κουρεμένες.Η αγωνία για την κάλυψη των προβλεπόμενων εσόδων πολλές φορές οδηγεί σε τέτοιας μορφής υπερφορολόγηση που η αγελάδα παραγωγής φορολογητέας ύλης δεν αντέχει πλέον και παύει να υπάρχει.Τη δεκαετία του '90 η αγορά των repos αποτελεί κλασικό παράδειγμα υπερφίαλης φορολόγησης.Η υπερφορολόγηση διέλυσε την αγορά και μηδένισε τα έσοδα, ενώ αργότερα η χαλάρωση των φορολογικών συντελεστών την ενεργοποίησε ξανά.Πρόσφατα η αύξηση των τελών κυκλοφορίας, ειδικά στο περιβαλλοντολογικό κομμάτι τους οδήγησε χιλιάδες ιδιοκτήτες στην παράδοση των πινακίδων.Υπολογίζεται ότι περίπου 300 χιλιάδες παρέδωσαν τις πινακίδες, με αποτέλεσμα να λείψουν από τα ταμεία του κράτους περί τα 100 εκατ. ευρώ.Η λελογισμένη φορολόγηση θα είχε διαφορετικό αποτέλεσμα.Το ίδιο θα συμβεί με τη φορολόγηση των μπόνους των τραπεζικών στελεχών με συντελεστή 90%. Αλλη μια αγελάδα θα πάψει να υπάρχει και για άλλη μια φορά το κράτος θα βγει κουρεμένο.Αντίθετα Βρετανία και Γαλλία έθεσαν ανώτατο αφορολόγητο επίπεδο - πλαφόν, ενώ πάνω από αυτό το επίπεδο των 25.000 ευρώ αύξησαν τον φορολογικό συντέλεση στο 50%.Γιατί το παράδειγμά τους δεν υιοθετείται και από εμάς; Το άγχος της εξεύρεσης εσόδων τυφλώνει.Το θέμα δεν είναι να αφανίσουμε τις αγελάδες που ο φορολογούμενος πολίτης με τη δραστηριότητά του εκτρέφει αλλά να παίρνουμε ένα μέρος της παραγωγής τους με δίκαιο και έντιμο τρόπο.Ο εισπράκτορας - κράτος πρέπει να επιζητεί τον πολλαπλασιασμό των αγελάδων πολλές φορές και με τη θέσπιση κινήτρων, ενώ αντίθετα θα πρέπει να αποφεύγει τον αφανισμό τους ή την τεχνική στείρωσή τους.Για παράδειγμα, από την οικοδομή και ό,τι την περιβάλλει, το κράτος δεν έχει να κερδίσει τίποτα εάν συνεχίσει να την υπερφορολογεί ειδικά με προσχηματικούς τρόπους φορολόγησης που έχουν να κάνουν με την προστασία του περιβάλλοντος.Εχουμε φθάσει ως φορολογούμενοι στο σημείο να πιστεύουμε και φυσικά να φοβόμαστε ότι καθετί που προγραμματίζεται ως μέτρο προστασίας του περιβάλλοντος τελικά καταλήγει ως νέος φόρος είτε αυτός αφορά το αυτοκίνητο, είτε την οικοδομή, είτε τη διαβίωσή μας.
Ο κ. Σαράντος Λέκκας είναι οικονομολόγος
(ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΚΕΡΔΟΣ ΣΤΙΣ 7/2/2010)