ΤΟΥ ΣΑΡ. ΛΕΚΚΑ
Η διεθνής αγορά συναλλάγματος πάντα θεωρείτο παιχνίδι για δυνατούς και επιδέξιους παίκτες. Η τρέχουσα χρηματοπιστωτική και δημοσιονομική κρίση έχει μετατρέψει τη συγκεκριμένη αγορά σε σκάκι για περίτεχνους και άκρως ανταγωνιστικούς παίκτες.Με δεδομένο ότι ο παράγοντας επιτόκιο ελάχιστα έως καθόλου δεν επηρεάζει την εξωτερική αξία ορισμένων νομισμάτων, οι παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών είναι μονόδρομος για κράτη που βλέπουν την ενίσχυση του νομίσματός τους να οδηγεί σε χειροτέρευση της ισχυρότερης αναπτυξιακής μηχανής τους που δεν είναι άλλη από τις εξαγωγές.Σε τέτοιου είδους πρακτικές μας είχε συνηθίσει κατά το παρελθόν η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας.Πράγματι η παρατεταμένη χρονικά ύφεση είχε οδηγήσει την κεντρική τράπεζα σε παρεμβάσεις για τη στήριξη της ισοτιμίας του γεν σε επίπεδα που να μην σκιάζουν την ανταγωνιστικότητα των ιαπωνικών προϊόντων.Το 2003 ξόδεψε περί τα 20 τρισ. γεν, ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2004 ξόδεψε 15 τρισ. οπότε και σταμάτησε λόγω της αύξησης των εξαγωγών της προς την Κίνα, η οποία αποτελεί πλέον τον κυριότερο εμπορικό εταίρο ξεπερνώντας ακόμη και τις ΗΠΑ.Οι διεθνείς αγορές ανέμεναν με την επιδείνωση των εξαγωγικών επιδόσεων της Ιαπωνίας από την άνοιξη του 2008 την άμεση παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας.Κάτι τέτοιο δεν έγινε, τουλάχιστον από την ιαπωνική κεντρική τράπεζα, όμως τις πρακτικές της υιοθέτησε μία ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα.Η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας έθεσε ως προτεραιότητά της τη συγκράτηση της ανοδικής πορείας του ελβετικού φράγκου κυρίως έναντι του ευρώ αλλά και έναντι των άλλων ανταγωνιστικών του φράγκου νομισμάτων.Με δεδομένο ότι το 50% του ελβετικού ΑΕΠ διαμορφώνεται από τις εξαγωγές με όρους ρεαλιστικής πολιτικής, η άρση κάθε εμποδίου είναι η αναμενόμενη κίνηση κάθε οργανισμού παρέμβασης είτε κυβέρνηση είναι αυτή είτε κεντρική τράπεζα.Στη βάση αυτή η ελβετική κεντρική τράπεζα πατώντας στα χνάρια της αντίστοιχης ιαπωνικής άρχισε από τον Μάρτιο του 2009 να παρεμβαίνει στην αγορά συναλλάγματος πουλώντας φράγκα και αγοράζοντας κυρίως ευρώ αλλά και νομίσματα ανταγωνιστικά του φράγκου.Η ισοτιμία ευρώ - φράγκου ξεκίνησε το 2009 στα επίπεδα των 1,50 φράγκων ανά ευρώ για να ακολουθήσει πορεία προς τα 1,46 φράγκα στις 9 Μαρτίου 2009 καταγράφοντας μία ενίσχυση του φράγκου έναντι του ευρώ της τάξεως του 2,7%.Η τάση ενίσχυσης του φράγκου ήταν σημαντική, κάτι που απείχε παρασάγγας από τις ανάγκες της ελβετικής οικονομίας και φυσικά από τις βλέψεις της κεντρικής τράπεζας, η οποία ειρήσθω εν παρόδω δεν ενδιαφέρεται μόνο για την σταθερότητα των τιμών αλλά και για την ανάπτυξη και την απασχόληση.Οι παρεμβάσεις οδήγησαν την ισοτιμία στα 1,55 φράγκα στις 13 Μαρτίου, ενώ μέχρι σήμερα το εύρος των 1,50-1,53 φράγκων ανά ευρώ θεωρείται το αποδεκτό επίπεδο ισοτιμίας με το ευρώ.Οριο συναγερμού θεωρείται το επίπεδο των 1,50 φράγκων οπότε στη βάση αυτή πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι κάθε φορά που η τάση θα οδηγεί σε χαμηλότερα επίπεδα η παρέμβαση θα είναι μονόδρομος.Το ελβετικό νόμισμα, παρά το γεγονός ότι δεν απολαμβάνει επιτοκιακής στήριξης, μιας και το βασικό επιτόκιο του φράγκου είναι στα επίπεδα του 0,25% από 13 Μαρτίου 2009, εντούτοις απολαμβάνει την ισχύ που συνοδεύει τα νομίσματα πρώτης διαλογής ή τα νομίσματα που θεωρούνται ασφαλή καταφύγια.Από τη στιγμή που το διεθνές κεφάλαιο εμφανίζεται με μειωμένη διάθεση προς την κατεύθυνση ανάληψης επενδυτικών κινδύνων, τότε είναι φυσικό να έλκεται από τον παραδοσιακό ρόλο του καταφυγίου που του προσφέρει το ελβετικό νόμισμα.Διανύοντας όμως το καλοκαίρι του 2009 διαπιστώνεται ότι σιγά - σιγά έχει αρχίσει η αναθάρρηση των επενδυτών προς επιλογές που έχουν να κάνουν με τα χρηματιστήρια και τα εμπορεύματα, ενώ δειλά - δειλά οι επενδύσεις σε ακίνητα κάνουν την εμφάνισή τους με αξιοπρεπείς ρυθμούς. Στη βάση αυτή η πολιτική της κεντρικής τράπεζας της Ελβετίας δεν θα συναντήσει μεγάλα προβλήματα.Εάν τα πράγματα εξελιχθούν διαφορετικά και η τάση σταδιακής ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας δεν μετουσιωθεί σε γεγονός υπαρκτό και αναμφισβήτητο τότε καμιά πολιτική παρέμβασης οποιασδήποτε κεντρικής τράπεζας δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα.Τα διαθέσιμα των κεντρικών τραπεζών είναι υποπολλαπλάσια των διαθεσίμων που έχουν στην κατοχή τους τα κερδοσκοπικά κεφάλαια.Οι ήττες των κεντρικών τραπεζών έχουν γράψει ιστορία με πιο ηχηρές αυτές της Βρετανίας, όταν η στερλίνα αποσύρθηκε από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών το 1992 και της Ιαπωνίας την περίοδο 2002-2004.
Ο κ. Σαράντος Λέκκας είναι οικονομολόγος
(ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΚΕΡΔΟΣ ΣΤΙΣ 2/8/2009)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου