Η ΚΑΤΑΝΤΙΑ ΜΙΑΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
.
Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι η χώρα που έχει ως κύριο εισόδημα της, τις εξαγωγές χρηματοοικονομικών και επιχειρηματικών υπηρεσιών.
Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι όλα τα ανωτέρω κατατάσσονται στην μη παραγωγική σφαίρα λειτουργείας μιας οικονομίας.
Ο τομέας των υπηρεσιών προσφέρει το 65% του ΑΕΠ ενώ απασχολεί το 71% του εργατικού δυναμικού με πρωταγωνιστή τα πιστωτικά ιδρύματα.
Το Βρετανικό τραπεζικό σύστημα είναι από τα πιο συγκεντρωτικά στον κόσμο με τις τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες να κατέχουν το 92% των συνολικών καταθέσεων των εμπορικών τραπεζών.
Οι διεθνείς διασυνδέσεις τους κυρίως με αμερικανικούς χρηματοοικονομικούς οργανισμούς διαμορφώνουν ένα πλαίσιο δράσης που καλύπτει τον μεγαλύτερο όγκο των ημερήσιων συναλλαγών.
Η ηγετική αυτή θέση και το κύρος που αυτή διαμορφώνει είναι το ένα από τα δυο παράδοξα της διπλής φύσης των παραγόντων που επηρεάζουν την οικονομία στο σύνολο της.
Το δεύτερο είναι το νόμισμα της χώρας , η Στερλίνα , που η κεκτημένη ταχύτητα της από την περίοδο που ήταν το κυριότερο αποθεματικό νόμισμα την καθιστά αυτόματα σε θέση ανάμεσα στο δολάριο, ευρώ, γιέν και ελβετικό φράγκο.
Για πολλούς στην βάση των θεμελιωδών μεγεθών της Βρετανικής οικονομίας η Στερλίνα είναι υπερτιμημένη και δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική ισχύ μιας οικονομίας με μεγάλα προβλήματα.
Πριν το Brexit αρκετές βιομηχανικές μονάδες, όπως για παράδειγμα οι αυτοκινητοβιομηχανίες πίεζαν για την υιοθέτηση του ευρώ αφού η ισχυρή θέση της στερλίνας επηρέαζε αρνητικά τις εξαγωγές εκδηλώνοντας μάλιστα έμμεσα τη πρόθεση τους για επανεξέταση της θέσης τους στην Βρετανία.
Με δεδομένο ότι το Ηνωμένο βασίλειο θεωρείτε μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές δυνάμεις της υφηλίου ο παράγων νόμισμα καθορίζει τις προοπτικές της κερδοφορίας και βιωσιμότητας, πλήθους εταιρειών με εξαγωγικό προσανατολισμό και άκρως ανταγωνιστικού προφίλ.
Στην ουσία ένα νόμισμα που θεωρείτε υπερτιμημένο υπονομεύει ιδιαίτερα σοβαρά κάθε αναπτυξιακή δυνατότητα στερώντας από την πραγματική οικονομία το κατάλληλο υπόβαθρο ενίσχυσης των δομών της αλλά και του τρόπου λειτουργίας της.
Στην βάση των ανωτέρω όμως καταγράφουμε το οξύμωρο ο χρηματοοικονομικός τομέας και το νόμισμα να ξεπερνούν σε δυνατότητες, αίγλη και γόητρο την Βρετανική Οικονομία.
Σε αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό στηρίχθηκε το ΔΝΤ το 2007 για να θεωρήσει το Σίτυ ως επικράτεια εχεμύθειας.
Ειδικά το Σίτυ του Λονδίνου παρουσιάζεται στην διεθνή οικονομική σκηνή ως παράγοντας με εμβέλεια μακράν της αντίστοιχης που εκπέμπει η οικονομία της Βρετανίας γι’ αυτό και ο τρόπος που επηρεάζει τις εκάστοτε κυβερνητικές αποφάσεις είναι δεικτικός της απόλυτης δύναμης του.
Ένα ισχυρό χρηματοοικονομικό κέντρο επιζητά την σταθερότητα του νομίσματος αναφοράς του ανεξάρτητα εάν η σταθερότητα, το γόητρο και η δυναμική παρουσία του νομίσματος, όπως στην περίπτωση του Σίτυ και της Στερλίνας, λειτουργεί ευθέως αντίστροφα για τα συμφέροντα της πραγματικής οικονομίας.
Στην περίπτωση της Στερλίνας ο χρόνος έχει σταματήσει, για αυτούς που την θέλουν να πρωταγωνιστεί στην διεθνή νομισματική αγορά ανεξαρτήτου κόστους, όπως τότε που εξέφραζε την αυτοκρατορική οικονομία στην οποία ο ήλιος δεν έδυε ποτέ.
Ξεχνούν ή θέλουν να ξεχνούν ότι τον Ιούλιο του 1944 στο Bretton Woods η υιοθέτηση του συστήματος των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών έναντι του αμερικανικού δολαρίου και της μετατρεψιμότητας του συγκεκριμένου νομίσματος σε χρυσό έβαλε και τυπικά τέλος στην εποχή της στερλίνας ως αποθεματικού νομίσματος.
Τα συμφέροντα όμως του χρηματοοικονομικού κέντρου επιβάλουν την ισχύ της στερλίνας μιας και συνεισφέρουν τα μέγιστα στην όποια ανάπτυξη της οικονομίας μετά την αναδιάρθρωση της προς όφελος του τομέα των υπηρεσιών.
Πολλοί πιστεύουν ότι σε αυτή την αναδιάρθρωση χρωστά το Ηνωμένο Βασίλειο την αναστροφή της παρακμιακής πορείας που ξεκίνησε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την σταδιακή απώλεια των αποικιών.
Η νεοφιλελεύθερη πολιτική της Θάτσερ κατά την δεκαετία του 80 με άξονες τα οικονομικά της προσφοράς , τις ιδιωτικοποιήσεις, την σύγκρουση με τα συνδικάτα και κυρίως η απελευθέρωση /απορρύθμιση των αγορών, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την θεμελίωση της νέας χρηματοοικομικης τάξης και φυσικά της γιγάντωσης του Σίτυ του Λονδίνου.
Στην ουσία το αυτοκρατορικό παρελθόν των αποικιών και το γόητρο που απέπνεε έδινε την θέση του στο χρηματιστηριακό παρόν και κυρίως μέλλον του κύρους και της δύναμης που καλλιεργούσε το Σίτυ του Λονδίνου.
Πλέον το Ηνωμένο Βασίλειο δεν χρειάζεται τα προϊόντα ,τις πρώτες ύλες και το εργατικό δυναμικό των αποικιών, πλέον διαχειρίζεται τα διεθνή κεφάλαια δρομολογεί τις εξελίξεις στην βάση των αγορών που ελέγχει και των υπηρεσιών που παρέχει.
Ένα τέτοιο κέντρο δεν μπορεί να εκπροσωπείται από ένα αδύναμο νόμισμα.
Αυτό ως δόγμα ισχύει διαχρονικά.
Το είδαμε κατά την κρίση του 1929 και το καταγράφουμε συνεχώς παρά τις ατυχείς στιγμές της στερλίνας.
Το 1925 είχε επιστρέψει στον κανόνα χρυσού , δηλαδή στην ισοτιμία με το δολάριο που ίσχυε πριν τον πόλεμο με ανταλλακτική αξία μιας λίρας προς 4,86 δολάρια.
Η απόφαση αυτή ευνοούσε τα συμφέροντα τόσο των χρηματιστηριακών κύκλων όσο και εκείνων του Σίτυ του Λονδίνου, όμως αντιστρατεύονταν εκείνα των παραγωγών και των εξαγωγέων.
Ο βιομηχανικός κλάδος ήθελε την υποτίμηση για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας όμως κάτι τέτοιο δεν υλοποιούνταν λόγω της επιρροής του Σίτυ.
Στην χώρα όλη την δεκαετία του 20 υπήρχαν πάνω από ένα εκατομμύριο άνεργοι , όμως την μεγαλύτερη συμβολή στο ΑΕΠ δεν είχε πλέον η βιομηχανία αλλά ο χρηματοπιστωτικός τομέας.
Οι προτεραιότητες είχαν αλλάξει και δεν τις μετάβαλε ούτε η δεκαήμερη απεργία μεταξύ 4-11 Μαΐου του 1926 που παρέλυσε την χώρα , οπότε τα μόνα μέτρα που ελήφθησαν ήταν οι μειώσεις των δαπανών και οι αυξήσεις των φόρων .
Τα όρια εξαντλήθηκαν στις 21 Σεπτέμβριου του 1931 όταν εγκαταλείφθηκε ο κανόνας του χρυσού και η στερλίνα υποτιμήθηκε κατά 35% με ταυτόχρονη ύψωση νέων δασμολογικών τειχών .
Το 1967 ήταν μια άσχημη χρονιά για την Βρετάνια, η οικονομία βρίσκονταν σε ύφεση, το εμπορικό ισοζύγιο κατέγραφε έλλειμμα που ξεπερνούσε τα 107 εκατ. στερλίνες , ενώ η εργατική κυβέρνηση Χάρολντ Ουίλσον με υπουργό οικονομικών τον Τζέιμς Κάλαχαν έκανε ότι περνούσε από το χέρι της για να στηρίξει την στερλίνα που δέχονταν πιέσεις, με την πώληση δολαρίων και χρυσού.
Τελικά το μοιραίο, η υποτίμηση , δεν αποφεύχθει και έλαβε χώρα στις 18 Νοέμβριου με την στερλίνα να χάνει το 14,3% της αξίας της και το Σίτυ να νεκρώνει για δύο ημέρες.
Η υποτίμηση συνοδεύτηκε από αυξήσεις φόρων , αυστηροποίηση στην χορήγηση νέων δανείων και φυσικά με πιστώσεις από το ΔΝΤ.
Μετά την εκλογική αναμέτρηση της 4ης Ιουλίου 2024 οι Εργατικοί υπό τον Κίρ Στάρμερ μετά από 14 χρόνια στην αντιπολίτευση ανέλαβαν την διακυβέρνηση της χώρας.
Η οικονομία βρίσκεται σε επίπεδα στασιμότητα με προσδοκώμενο ρυθμό ανάπτυξης για το 2024 στα επίπεδα του 0,25% σύμφωνα με την τράπεζα της Αγγλίας, ενώ το δημόσιο χρέος μετά την αύξηση της τάξεως του 40% κατά την τελευταία 4ετια αναμένεται να προσεγγίσει το 98% του ΑΕΠ.
Η ανεργία βρίσκεται στο 4,3% και τα επιτόκια της στερλίνας στο 5,25%, στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας 10ετιας, ως απότοκος της προσπάθειας αναχαίτισης του πληθωρισμού ο οποίος τον Οκτώβριο του 2022 βρέθηκε στο 11,1%, ενώ σήμερα βρίσκεται στο 2,3%.
Η στερλίνα στηριζόμενη στα υψηλά επιτόκια εμφανίζεται υπερτιμημένη των βασικών της ανταγωνιστών, του ευρώ και του αμερικανικού δολαρίου , θέτοντας στους εργατικούς το βασικό δίλημμα της διακυβέρνησης τους.
Υψηλά επιτόκια, ισχυρή στερλίνα, χαμηλός πληθωρισμός όπως θέλουν οι αγορές ή χαμηλότερα επιτόκια , λιγότερο ισχυρή στερλίνα και σχετικά υψηλός πληθωρισμός όπως επιβάλει το πλαίσια ισχυροποίησης του ΑΕΠ της χώρας ;
Αγορές ή λαός για τον οποίο κόπτονται οι εργατικοί ; ή για ακόμη φορά η παραγωγή θα σταθεί στο περιθώριο με το πολιτικό προσωπικό να υποβάλει σέβη στο χρηματοοικονομικό τομέα;
Η επιλογή δυστυχώς έχει γίνει.
Το αυτοκρατορικό παρελθόν των αποικιών , του εμπορίου , της παραγωγής και το γόητρο που απέπνεαν όλα αυτά έχει δώσει την θέση του στο χρηματιστηριακό παρόν και κυρίως στην αίγλη και την δύναμη που καλλιεργεί το Σίτυ του Λονδίνου διαμορφώνοντας τους όρους που πρέπει να λαμβάνει πάντοτε σοβαρότατα η εκάστοτε κυβέρνηση της χώρας όταν αποφασίζει το μίγμα της οικονομικής της πολιτικής.
ΛΕΚΚΑΣ ΣΑΡΑΝΤΟΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου