ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΟΥ ΛΕΚΚΑ
Εάν λάβουμε υπόψη το μέγεθος της οικονομίας της, καθώς και τη θέση της στη διεθνή χρηματοοικονομική σκηνή, τότε μετά βεβαιότητας μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι το μεγαλύτερο ευρωπαϊκό δράμα στα πλαίσια της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης ακούει στο όνομα Βρετανία και κατ’ ακολουθία βρετανική στερλίνα.Η στερλίνα από τη στιγμή που η πιστωτική κρίση άρχισε να παίρνει μεγάλες διαστάσεις και από τη στιγμή που η κεντρική τράπεζα της Αγγλίας προχώρησε στην πιο επιθετική επιτοκιακή πολιτική της ιστορίας των 315 χρόνων της, υποχώρησε άτακτα έναντι των ανταγωνιστικών της νομισμάτων.Το βρετανικό ΑΕΠ, έχοντας οριακή ανάπτυξη κατά 0,7% το 2008 και έχοντας καταγράψει τη μεγαλύτερη τριμηνιαία μείωση από το 1980 (μείωση 1,5% κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2008) προετοιμάζονταν για τη μεγαλύτερη από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μείωση του ΑΕΠ της και φυσικά τη μεγαλύτερη μεταξύ των ισχυρών κρατών, αφού υπολογίζονταν για - 4,3 % κατά το 2009 σύμφωνα με τη φθινοπωρινή έκθεση της Κομισιόν.Η κεντρική τράπεζα στη βάση αυτή είχε μειώσει το επιτόκιο της στερλίνας από τα επίπεδα του 5,75% (Ιούλιος 2007 - πριν ξεκινήσει η κρίση) στο 0,5% (5 Μαρτίου 2009), δηλαδή σε επίπεδα χαμηλότερα κατά 525 μονάδες βάσης.Αποτέλεσμα η υποχώρηση της στερλίνας κατά το 2008 έναντι του ευρώ κατά 29%, έναντι του δολαρίου κατά 26% και έναντι του γεν κατά 35%, για την οποία υποχώρηση στις αρχές της άνοιξης του 2009 γινόταν λόγος περί ανταγωνιστικής υποχώρησης.Στη Βρετανία, μάλλον και στη βάση της εμπειρίας του Σεπτεμβρίου 1992 όταν ταπεινωτικά η στερλίνα υποτιμήθηκε και έφυγε από τον ευρωπαϊκό Μηχανισμοί Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, πίστευαν ότι η ανάκαμψη της οικονομίας θα προέλθει μέσα από την ταπείνωση του νομίσματος.Υιοθετούνταν δηλαδή η εκτίμηση που ήθελε την παρατεταμένη χρονικά αναπτυξιακή πορεία της βρετανικής οικονομίας την τελευταία 15ετία να οφείλονταν στην υποτίμηση του 1992.Στη βάση αυτή πίστευαν ότι τόσο η οικονομία που είχε χάσει την 5η θέση στην παγκόσμια κατάταξη των ισχυρών οικονομιών από τη Γαλλία κατά το 2008, όσο και το Σίτι του Λονδίνου, το δεύτερο μεγαλύτερο χρηματοοικονομικό κέντρο του κόσμου, που απειλούνταν από τη Φραγκφούρτη, θα ορθοποδούσαν εάν το νόμισμά τους ταπεινώνονταν στις διεθνείς αγορές.Φυσικά στην ιστορία δεν υπήρχε μόνο το παράδειγμα του 1992, που εκ του αποτελέσματος κρίνονταν ως επιτυχές, αλλά και το παράδειγμα της μεγάλης υποτίμησης που έλαβε χώρα στις 17 Οκτωβρίου 1964 από την κυβέρνηση Ουίλσον και η οποία πάλι εκ του αποτελέσματος κρίνεται ως απόλυτα ανεπιτυχής αφού οδήγησε στην απαξίωση τη βρετανική οικονομία κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’60 και κατά τη δεκαετία του ’70.Η τύχη της υποτίμησης του 2008-2009 θα κρίνονταν στη βάση των αποτελεσμάτων που θα είχε στο μέλλον.Την άνοιξη του 2009 τα αποτελέσματα ήταν ασήμαντα, ίσως διότι όταν δεν υπάρχουν αγοραστές πρόθυμοι για την αγορά των προϊόντων σου, τότε η τιμή που προσδιορίζεται και από την υποτίμηση του νομίσματός σου δεν έχει και μεγάλη σημασία.Στη βάση αυτή η κεντρική τράπεζα της Αγγλίας προχώρησε την άνοιξη του 2009 σε αυτό που αποκαλείται ποσοτική νομισματική χαλάρωση ή με απλά λόγια στο κόψιμο χρήματος.Το σχέδιο αφορούσε σε πρώτη φάση την αγορά μεσομακροπρόθεσμων ομολόγων του δημοσίου, ύψους 75 δισ. δολαρίων, με στόχο να μειωθεί ακόμη περισσότεροι το κόστος χρήματος μέσω της μείωσης των αποδόσεων των ομολόγων.Το σχέδιο είχε τη λογική του και δεν ήταν και τόσο εκτός προγράμματος μείωσης του κόστος του χρήματος όσο πίστευαν ορισμένοι, που θεωρούσαν ότι η τακτική αυτή ήταν τακτική απελπισίας.Η χρηματοδότηση των ελλειμμάτων αλλά και των διαφόρων πακέτων στήριξης της βρετανικής οικονομίας όπως ήταν απόλυτα λογικό θα έριχνε τις τιμές και θα αύξανε τις αποδόσεις.Με την αγορά μεσομακροπρόθεσμων ομολόγων από την κεντρική τράπεζα ο συγκεκριμένος κίνδυνος αποτρέπονταν.Αμεσο αποτέλεσμα, η μείωση των 10ετών βρετανικών ομολόγων κατά 35 μονάδες βάσης στο 3,28%, δηλαδή στα επίπεδα του Δεκεμβρίου 2008.Οι ανάγκες της οικονομίας ήταν τέτοιας μορφής που στις αρχές Μαΐου η κεντρική τράπεζα της Αγγλίας επέκτεινε το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων κατά 50 δισ. στερλίνες, κάτι που εκτόξευσε το συνολικό πρόγραμμα στα 125 δισ. στερλίνες.Η βρετανική κεντρική τράπεζα ήταν η πρώτη κεντρική τράπεζα που υιοθέτησε την πολιτική της αγοράς κρατικών τίτλων, ακολούθησαν η αμερικανική Fed και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.Το βρετανικό πρόγραμμα αγοράς τίτλων ήταν ισοδύναμο του 2% του βρετανικού ΑΕΠ, πολύ μεγαλύτερο από το αντίστοιχο της ΕΚΤ που ήταν ισοδύναμο μόλις του 0,6% που ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ, αλλά αρκετά μικρότερο του 8% του αμερικανικού ΑΕΠ από το αντίστοιχο πρόγραμμα της Fed.Στα τέλη του φθινοπώρου 2009, παρά τις δημοσιονομικές και νομισματικές ενέσεις και παρά τις κρατικοποιήσεις αρκετών τραπεζών με κόστος υψηλότερο των 782 δισ. ευρώ, η βρετανική οικονομία έδειχνε ότι θα χρειάζονταν μία 6ετία για να ορθοποδήσει.Σύμφωνα με την Κομισιόν, η ανάπτυξη θα ήταν 0,7 % το 2010 και 1,6% για το 2011, το έλλειμμα θα παρέμενε σταθερά υψηλότερο του 11% μέχρι και τα τέλη του 2011, ενώ το δημόσιο χρέος θα κατέγραφε αύξηση 20 ποσοστιαίων μονάδων την τριετία 2009-2011, προσεγγίζοντας το 88,5% του ΑΕΠ το 2011.Στη βάση αυτή η Κομισιόν έδειχνε τη μεγαλύτερη χρονικά ανοχή από όλα τα κράτη της Ενωσης έως το 2015 για την επιστροφή της βρετανικής οικονομίας στη δημοσιονομική ορθοδοξία, γνωρίζοντας ότι το έλλειμμα του 2009 θα ξεπερνούσε το 12,5%.
Ο κ. Σαράντος Λέκκας είναι οικονομολόγος.
(ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΚΕΡΔΟΣ ΣΤΙΣ 22/11/2009)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου