Του Σαραντου Λεκκα*
Στην Ελλάδα ασχολούμεθα με ένα θέμα όταν κατά την λαϊκή έκφραση ο κόμπος φθάνει στο χτένι. Τις τελευταίες εβδομάδες γίνεται αρκετός λόγος για την ακρίβεια και κυρίως για τους μηχανισμούς που τη δημιουργούν. Ακούγονται πολλά, άλλα λογικά, άλλα υπερφίαλα και άλλα εντελώς εξωπραγματικά. Φυσικά, από την πολιτικοποίηση - κομματικοποίηση όπως ήταν αναμενόμενο δεν θα μπορούσε να ξεφύγει ούτε το μείζον αυτό θέμα που αγγίζει κυρίως τα μικρομεσαία νοικοκυριά.
Ανάλογα τον πολιτικό μανδύα του καθενός, η ακρίβεια έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και, φυσικά, συγκεκριμένα αίτια.
Πολλές φορές η αντιπαράθεση δεν έχει στόχο τη δημιουργία αναχωμάτων κατά της ακρίβειας αλλά την στοχοποίηση συγκεκριμένων πολιτικών και δράσεων.
Η ακρίβεια μπορεί να πήρε διαστάσεις μετά την απογείωση των τιμών του πετρελαίου και των εμπορευμάτων που, σε συνδυασμό με την πιστωτική κρίση των τελευταίων μηνών, χτύπησε την αγοραστική δύναμη κυρίως των μικρομεσαίων νοικοκυριών πλην όμως το φαινόμενο άρχισε να προβληματίζει μετά την εισαγωγή του ευρώ.
Για να ξεκαθαρίσουμε τη θέση μας δεν πιστεύουμε ότι η αλλαγή νομίσματος ευθύνεται για την απογείωση των εγχώριων τιμών.
Η απουσία αίσθησης της δυναμικότητας του ευρώ σε συνδυασμό με την νοοτροπία της αρπαχτής οδήγησε σε εξωπραγματικές στρογγυλοποιήσεις και σε επανακαθορισμούς των τιμών μακράν του πραγματικού κόστους και των περιθωρίων υγιούς κέρδους.
Το παιχνίδι χάθηκε με την εισαγωγή του ευρώ, όμως η ακρίβεια άρχισε να παίρνει δραματικές διαστάσεις από τα τέλη του 2007 όταν η πιστωτική κρίση οδήγησε στην αύξηση των επιτοκίων και γενικότερα στην αύξηση του κόστους αποπληρωμής των υποχρεώσεων που είχαν λάβει τα ελληνικά νοικοκυριά.
Σχεδόν ταυτόχρονα με την πιστωτική κρίση, η απογείωση των τιμών πετρελαίου και εμπορευμάτων οδηγούσε στη συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών και στην έναρξη των συζητήσεων για το μέγεθος της ακρίβειας και για το εύρος των αποτελεσμάτων της.
Ορισμένοι, φυσικά, δεν δέχονται την αύξηση των εγχώριων τιμών ως συνέπεια της διεθνούς αύξησης των τιμών, υιοθετώντας το επιχείρημα ότι ο εγχώριος πληθωρισμός είναι αυξημένος κατά 1,5 με 2 ποσοστιαίες μονάδες από τον μέσο ευρωπαϊκό.
Στη λογική αυτή δεν υιοθετείται το επιχείρημα περί εισαγόμενων πληθωριστικών πιέσεων. Μια τέτοια όμως θεώρηση των πραγμάτων είναι εκ φύσεως μονόπλευρη και άκρως ιδιοτελής. Οταν ο μέσος πολίτης της χώρας διαπιστώνει ότι η τιμή του πετρελαίου από τα επίπεδα των 53 δολαρίων το βαρέλι που καταγράφονταν στις αρχές του 2007 έχει φθάσει τον Μάιο του 2008 στα επίπεδα των 137 δολαρίων το βαρέλι, δηλαδή όταν έχει αυξηθεί κατά 158,5%, τότε καμιά θεώρηση όσο τεχνοκρατικά δομημένη και εάν είναι δεν μπορεί να του αλλάξει την εικόνα που έχει ο ίδιος διαμορφώσει.
Φυσικά, σε περιόδους όπου οι πληθωριστικές πιέσεις αυξάνονται, το χάσμα μεταξύ του πληθωρισμού των φτωχών και του πληθωρισμού των πλουσίων μεγαλώνει σε βάρος των φτωχών. Ειδικά τους τελευταίους μήνες, το χάσμα έχει μεγαλώσει αρκετά σε σημείο που να θεωρείται το μεγαλύτερο από την στιγμή που εισήχθη το ευρώ στη χώρα μας.
Μπορεί ο πληθωρισμός σε μέσα επίπεδα κατά την τελευταία 5ετία να μην έχει ξεπεράσει τις 3,2 ποσοστιαίες μονάδες, όμως κανένας ορθολογικά σκεπτόμενος αναλυτής δεν υιοθετεί την άποψη ότι το πραγματικό κόστος που βιώνουν τα μικρομεσαία νοικοκυριά είναι αυτό που καταγράφεται επίσημα. Φυσικά, ανεξάρτητα των εισαγόμενων πιέσεων και μόνο η διαφορά τιμών που καταγράφεται με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη δείχνει ότι στο εσωτερικό της χώρας υπάρχουν στρεβλώσεις που πρέπει να αντιμετωπισθούν.
Τα ευχολόγια των τελευταίων ετών πρέπει να πάρουν τέλος. Απαιτούνται δράσεις και μεταβολές δομών με τρόπο που θα ανοίγουν τον ανταγωνισμό, θα μειώνουν το κόστος και θα ενισχύουν την παραγωγικότητα.
Ολο αυτό το πλέγμα των δράσεων μπορεί να ακούγεται εύκολο όμως είναι ιδιαίτερα δύσκολο εγχείρημα, τόσο δύσκολο που αρκετές δεκαετίες τώρα δεν έχει παρά τις προθέσεις υλοποιηθεί.
Είτε το πολιτικό κόστος είτε οι συνδικαλιστικές αντιδράσεις είτε η δυναμική που προβάλλουν οι συντεχνίες και τα καρτέλ, είτε ο πολιτικός ωχαδελφισμός, το αποτέλεσμα είναι ένα και μοναδικό: οι Ελληνες πολίτες επιβαρύνονται για τα ίδια προϊόντα με υψηλότερες τιμές από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους πολίτες.
* Ο κ. Σαράντος Λέκκας είναι οικονομολόγος.
(ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΣΤΙΣ 12/6/2008)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου